Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε από τη ζωή, έφυγε χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Για τη σπουδαία καριέρα του, θα μπορέσετε να διαβάσετε αναλυτικά αλλού. Τα τραγούδια που έγραψε αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν όσο λίγων άλλων - αν εξαιρέσει κανείς τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Ξαρχάκο, είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν να πουν ότι παρουσίασαν τόσο ολοκληρωμένο έργο, με τόση μεγάλη απήχηση. Τα τραγούδια του ήταν λαϊκά, όχι γιατί είχαν μπουζούκια και μπαγλαμάδες, αλλά γιατί γράφτηκαν και απευθύνθηκαν στο λαό. Και ο λαός τα αγκάλιασε.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν στο πάνθεον των σπουδαίων Ελλήνων συνθετών, αλλά αυτό που τον ξεχώριζε από τους άλλους ήταν η άμεση σχέση του με την παράδοση. Χωρίς να αντιγράψει, εμπνεύστηκε από αυτήν και κατόρθωσε κάτι που μέχρι αυτόν ήταν αδιανόητο - να κάνει την παράδοση σύνθημα. Ο κύκλος τραγουδιών του με τίτλο "Τα Ριζίτικα" έγινε σύμβολο αντίστασης. Μπορεί να στάθηκε τυχερός γιατί δούλεψε έχοντας ως βάση του την αγάπη του για την Κρήτη και την μουσική της παράδοση, και γιατί βρήκε στα πρόσωπα του Χαράλαμπου Γαργανουράκη και του αρχάγγγελου της Κρήτης, του Νίκου Ξυλούρη, τις δύο προσωπικότητες που σήκωσαν το βάρος των τραγουδιών αυτών, με όλη τους τη σημασία, όχι μόνο ερμηνευτικά αλλά και αξιακά. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος δεν είχε την ατυχία του Μίκη Θεοδωράκη (του οποίου ο κύριος ερμηνευτής βρέθηκε να τραγουδά τον ύμνο της Χούντας), και αν και δεν έγινε σύμβολο της Αντίστασης όπως ο Μίκης, στάθηκε στο ύψος του, με την ανάλογη αξιοπρέπεια, στην δύσκολη περίοδο που πέρασε η χώρα μας στα χρόνια της Δικτατορίας.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν πολιτικοποιημένος αλλά ποτέ κανείς δεν τον χαρακτήρισε για τις πολιτικές του απόψεις, κάτι που του στοίχησε γιατί δημιούργησε έλλειμμα υποστήριξης όταν το πολιτικό τραγούδι υποχώρησε. Ήταν βαθιά δημοκράτης και πάνω απ' όλα Έλληνας. Είχε μια τεράστια αγάπη για την Αρχαία Ελλάδα και τον ελληνισμό, κάτι που φαίνεται στα έργα του, κυρίως τα συμφωνικά. Ήταν επίσης μπροστά από την εποχή του μουσικά, κάτι που επίσης δεν εκτιμήθηκε από το πλατύ κοινό, αφού το κοινό έμεινε στα σπουδαία τραγούδια που έγραψε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει. Ήμασταν τυχεροί που ακούσαμε τα τραγούδια του και που τον θαυμάσαμε στις συναυλίες του. Μακάρι και οι επόμενες γενιές να έχουν ανάλογη τύχη, με παρόμοιους συνθέτες που θα πάνε την μουσική μας μπροστά, και που θα τους παραδόσουν αξίες και αρχές, που θα μπορέσουν να τους βοηθήσουν να προοδέψουν...
Η ελληνική γλώσσα υποφέρει σχεδόν απ' όλους μας. Όλοι μας κάνουμε λάθη γλωσσικά - συντακτικά, ορθογραφικά και γραμματικά - άλλος λιγότερο, και άλλος περισσότερο. Είναι επίσης συχνό φαινόμενο η ελληνική γλώσσα να υποφέρει περισσότερο από τους "Ελληναράδες", απ' αυτούς δηλαδή που υποτίθεται ότι "αγαπάνε περισσότερο" την Ελλάδα - και οτιδήποτε ελληνικό - περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους. Και αυτό το φαινόμενο μπορεί να μην είναι τωρινό (μιας και παρουσιάζεται έντονα από τη δεκαετία του 1990 που μπήκαν στη ζωή μας τα ιδιωτικά ΜΜΕ και γεμίσαμε lifestyle έντυπα), αλλά τα τελευταία χρόνια γιγαντώνεται, μέσω των social media. Κάποτε θεωρούσαμε "ντροπή" να κάνουμε ορθογραφικά λάθη, να χρησιμοποιούμε "αμερικανιές" στο γραπτό ή προφορικό λόγο και να κάνουμε συντακτικά λάθη. Πλέον απλός κανείς δεν ασχολείται και η γλώσσα τραυματίζεται ανεπανόρθωτα. Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης γράφει στο in.gr σχετικά:
"Δεν νομίζω ότι πρόκειται για ιδέα μου, καθώς επίσης θεωρώ πολύ πιθανόν αρκετός κόσμος να μην το έχει αντιληφθεί· ίσως να μην το αντιληφθεί ούτε τώρα με αυτό το σύντομο σημείωμα: πέρα από τα σωματικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, πρακτικά, οικονομικά, επαγγελματικά και πάσης φύσεως άλλα πλήγματα που λίγο ως πολύ όλοι έχουμε υποστεί από αυτόν τον δαίμονα που λέγεται κορωνοϊός, ένα ακόμα πρόβλημα που προέκυψε έχει να κάνει με τη γλώσσα μας. Τα ελληνικά μας.
Ταλαιπωρημένη ούτως ή άλλως εδώ και αρκετά χρόνια στην καθομιλουμένη, η ελληνική γλώσσα, τα τελευταία δύο χρόνια, άρχισε να δέχεται κάτι σαν μια ακόμη επίθεση – όχι απαραιτήτως ηθελημένα -, την οποία, με το φτωχό μου το μυαλό (και με την πιθανότητα να κάνω λάθος), αποδίδω σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση της πανδημίας.Δεν μπορεί, θα το έχετε παρατηρήσει – ίσως ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό σας.
Εδώ και δύο χρόνια πολλές λέξεις ή εκφράσεις άρχισαν να λέγονται κάπως «χαϊδεμένα», με τρόπο «γούτσου γούτσου», ναζιάρικο. Δεν είναι να μπαίνεις σε κατάστημα ή υπηρεσία.«Εχουμε τεστάκι;» θα σε ρωτήσουν.«Εχουμε κλείσει ραντεβουδάκι;».«Να σκανάρω παρακαλώ το κινητούλι σας;».«Θα μου δείξετε και μια ταυτοτητούλα;».Και όταν έρχεται και η ώρα της πληρωμής, να και η «αποδειξούλα» μας.Εντάξει, με το «καλή απόλαυση», ένα νέο γλωσσικό «προϊόν» που προηγείται του κορωνοϊού, έχω εδώ και καιρό συμβιβαστεί (αν και το σωστό ρήμα είναι παραιτηθεί). Κατέθεσα τα όπλα όταν σε μια περίπτωση ρώτησα τον σερβιτόρο αν θα μπορούσε ποτέ η απόλαυση να είναι κακή και εκείνος με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Επίσης, σε αυτό το τελευταίο, οφείλω να πω ότι είμαι και κάπως πιο επιεικής, διότι αν σκέφτονταν όλοι σαν εμένα, τότε δεν θα ‘πρεπε να λέμε καλημέρα, καλησπέρα, καλή όρεξη, καλή τύχη, καλό ταξίδι κ.ο.κ. (εξαιρώ βέβαια τον «καλό Παράδεισο», μακράν την πιο μακάβρια ευχή που έχω ποτέ ακούσει, αλλά και μια παραδοξότητα από μόνη της αφού ο «κακός» Παράδεισος δεν μπορεί παρά να είναι η Κόλαση).
Ομως αυτό το μπεμπεδίστικο με τις λέξεις που καταλήγουν σε -ούλι, -ούλα, -άκι και πάει λέγοντας έχει αρχίσει πραγματικά να με ενοχλεί, σε σημείο που μια φορά δεν άντεξα και ρώτησα τον υπάλληλο «τι εννοείτε ταυτοτητούλα;», για να μου απαντήσει έκπληκτος «μα την ταυτότητά σας βέβαια!». «Α, αυτήν την έχω» απάντησα και την έβγαλα για να του τη δείξω.Δεν έχω φυσικά τίποτα με τους ανθρώπους, αλήθεια το λέω. Ούτε προσπαθώ να φανώ σνομπ και «σπαστικός». Αντιλαμβάνομαι και με το παραπάνω ότι οι περισσότεροι από αυτούς ζουν και εργάζονται υπό πίεση, ποιος ξέρει τι ακούν (ή άκουγαν γιατί τα πράγματα έχουν πια χαλαρώσει) καθημερινά. Δεν είναι και το καλύτερο πρωινιάτικα να ακούς το κοντό και το στραβό του καθενός που ενδεχομένως να βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση πίεσης με σένα.
Με άλλα λόγια αντιλαμβάνομαι ότι η χρήση λέξεων όπως «ταυτοτητούλα» και «κινητούλι» χρησιμοποιούνται και κάπως αμυντικά· σαν μια (αμήχανη βέβαια) προσπάθεια εκδήλωσης οικειότητας των εργαζομένων προς τον πελάτη. Σαν να λένε «ξέρετε, εγώ απλώς κάνω τη δουλειά μου, δεν έχω τίποτα μαζί σας, μη μου κρατάτε κακία». Σύμφωνοι. Ωστόσο το θέμα δεν αλλάζει: είναι «λέξεις» που επίσης δηλώνουν ερασιτεχνισμό.Και φυσικά το ουσιαστικό πρόβλημα παραμένει. Η γλώσσα μας σιγά σιγά αποδυναμώνεται, εκφυλίζεται, μεταλλάσσεται.
Θαρρείς ότι οι ελληνικές λέξεις δεν έχουν πια και τόση σημασία για τους περισσότερους, την ίδια ώρα βέβαια που οι περισσότεροι που την καταστρέφουν νιώθουν Ελληνάρες και πατριωτάρες και για την «Ελλάδα ρε γαμώτο» και όλ’ αυτά τα αγοραία συνθήματα.Υστερα βέβαια είναι και ο παράγοντας της αγγλιστί ευκολίας. Γιατί άραγε, εφόσον αγαπάμε την Ελλάδα και τη γλώσσα μας, δεν καταβάλλουμε λίγο παραπάνω κόπο για να εξασκήσουμε τα ελληνικά μας χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα της ευκολίας και να λέμε π.χ. «αυτό είναι χαντμέιντ/ handmade» αντί να πούμε τη σωστή και αντίστοιχη ελληνική λέξη «χειροποίητο». Γιατί αυτό το περίφημο «concept» δεν ακούγεται ποτέ ως «βασική ιδέα» ή «σύλληψη»; Γιατί «anyway…» και όχι «τέλος πάντων»;Αν όντως αγαπάμε την πατρίδα μας, οφείλουμε να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί απέναντι στη γλώσσα της και να την προστατεύουμε αντί να την απαξιώνουμε ξεχνώντας την."
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε ότι - παρά τον πολιτικό αντιαριστερισμό του - θα έπρεπε να μοιάσει στον πατέρα του, όσο αφορά τους (καλούς) επικοινωνιακούς διαύλους του με την αριστερά. Οι κατά καιρούς συναντήσεις του, κυρίως με τον γ.γ. του ΚΚΕ, δείχνουν κάτι τέτοιο, αν και ο ενθουσιασμός του και οι προσπάθειές του δε βρίσκουν την ίδια (θερμή) ανταπόκριση στον κ. Κουτσούμπα, αν και προφανώς δε γνωρίζουμε τι λέγεται όταν δεν τους ακούνε οι πολλοί.
Αυτή η καλή του διάθεση όμως απέναντι στο ΚΚΕ, απέκτησε σύννεφα και αφορμή ήταν το περιστατικό που είδαν πολλοί και σχολίασαν λίγοι, κατά την προσέλευσή του στην Μητρόπολη Αθηνών, για ν' αποτίσει φόρο τιμής στον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη.
Ως γνωστόν, ο γνωστός μουσικοσυνθέτης αποφάσισε να "ταφεί ως κομμουνιστής" δηλ. να ζητήσει από το ΚΚΕ, να οργανώσει τα της κηδείας του. Αυτό βέβαια δε σήμαινε, όπως πολλοί πίστευαν, μια "πολιτική" κηδεία, τύπου "Καπετάν Φάντης Μπαστούνης" όπου κάποιοι φίλοι, εντός και εκτός εισαγωγικών, μαζεύονται και λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Ο Μίκης ήταν τόσο ξεκάθαρος σε γραπτό κείμενο, για την επιθυμία του για θρησκευτική του κηδεία, που σε αντίθεση με τη σχετική επιθυμία του Χαρίλαου Φλωράκη (που ήθελε και αυτός θρησκευτική αλλά δεν το άφησε γραπτώς), δεν μπορούσε ν' αμφισβητηθεί. Έτσι είχαμε το σουρεάλ σκηνικό το ΚΚΕ, να συνδιαλέγεται τόσο με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όσο και με την Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, για τα σχετικά των δύο τελετών.
Αυτό το γεγονός όμως μπέρδεψε σαφέστατα και τον Πρωθυπουργό μας. Γιατί το λέμε αυτό; Προφανώς έχοντας την εμπειρία των ΚΝΑΤ και της (πολύ) σκληρής περιφρούρησης των πορειών που οργανώνει το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ, νόμιζε ότι ο σύντροφος Κουτσούμπας είτε θα έκανε face-control σε όσους ήθελαν ν' αποτίσουν φόρο τιμής στον μεγάλο μουσουργό είτε θα περιέφερε οικοδόμους στις άκρες των δρόμων πέριξ των δύο ναών και κάθε φορά που κάποιος θα παρεκτρεπόταν (είτε για να κλέψει σειρά, είτε για να "Θέε μου φύλαγε" αποδοκιμάσει την αφεντιά του), θα εισέπραττε επίπληξη και μια "φιλική" σφαλιάρα.
Γι' αυτό κιόλας όταν αποδοκιμάστηκε έντονα κατά την προσέλευσή του στην Μητρόπολη Αθηνών από μερίδα παρεβρισκομένων, έσπευσε να παραπονεθεί στον γ.γ. του ΚΚΕ, νομίζοντας ότι ο τελευταίος απέτυχε να "συγκρατήσει" οπαδούς του κόμματός του. Το τι του είπε ο κ. Κουτσούμπας δεν το γνωρίζουμε πέραν του "δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε το λαό", αλλά γνωρίζοντάς τον τρόπο που σκέφτεται, δε νομίζουμε να τον πήρε ιδιαίτερα στα σοβαρά.
Όπως και να έχει όμως η κίνηση του Πρωθυπουργού μας ήταν προφανώς λανθασμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως "παρεκτροπή" για τρεις λόγους. Και εξηγούμαστε:
1) Αναλογιζόμενοι το πλήθος κόσμου που πέρασε ν' αποτίσει φόρο τιμής στον Μίκη, θα ήταν σίγουρα πολύ τιμητικό για το ΚΚΕ, να ήταν όλοι οπαδοί του. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το ΚΚΕ θα ήταν τουλάχιστον μείζον αντιπολίτευση. Επίσης συνήθως τα μέλη και οι οπαδοί του ΚΚΕ υπακούουν στις εντολές του κόμματος και γνωρίζοντας ότι οι εντολές ήταν για "σύνεση και τάξη", σχεδόν αποκλείουμε να ήταν τέτοιοι. Το πιο πιθανόν είναι, οι "αγανακτισμένοι" να ΜΗΝ ήταν οπαδοί του ΚΚΕ: Μπορεί να έρχεται ως έκπληξη στον κ. Πρωθυπουργό, αλλά αυτοί που δεν τον συμπαθούν ΔΕΝ είναι μόνο οι κομμουνιστές. Υπάρχουν άλλοι αριστεροί, κεντροαριστεροί, και κεντρώοι - αλλά ακόμα και δεξιοί - που δεν τον "γουστάρουν" και που σε πρώτη ευκαιρία θα τον γιούχαραν. Εξάλλου το σύνθημα που ακούστηκε ("Ο λαός δεν ξεχνά, Μητσοτάκη κάθαρμα") είναι παλιό και προέρχεται από την εποχή της Αποστασίας και δεν χρησιμοποιείται από το ΚΚΕ.
2) Μπορεί ο ίδιος να δηλώνει "δημοκράτης", αλλά η αντίδρασή του και η αδυναμία του να δεχτεί τα "ου" θυμίζει αντίδραση ηγέτη της συμπαθούς Βόρειας Κορέας. Σε μια δημοκρατία, κρίνονται όλοι οι πολιτικοί ηγέτες και δεδομένων των συνθηκών και του μπάχαλου με τις φωτιές, τα σχολεία και την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος που δε βρέθηκαν παραπάνω άτομα να τον γιουχάρουν - δεν το έκαναν γιατί σεβάστηκαν τον χώρο και τον Μίκη. Θα έπρεπε λοιπόν να χαμογελάσει, να χαιρετήσει και να πάει να κάνει αυτό για το οποίο βρέθηκε εκεί, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
3) Το ΚΚΕ δεν είναι αστυνομία σκέψης και δεν μπορεί βάλει φίμωτρο (όπως σωστά είπε ο κ. Κουτσούμπας) σε κανέναν. Εξάλλου η κηδεία δεν ήταν κομματική εκδήλωση οπαδών του ΚΚΕ. Ήταν κάτι ανοιχτό που απευθυνόταν σε όλους τους Έλληνες, ακόμα και τους "φασίστες" (τ' "αδέρφια" του Μίκη, όπως είχε πει στην περίφημη ομιλία του στο Σύνταγμα στα 2018)...
Το ότι δεν είχαμε επεισόδια, αντεγκλήσεις και υπήρχε τάξη και όχι γενικός χαμός (γιατί οι Έλληνες δεν είναι της υπομονής), πιστώνεται απόλυτα στο ΚΚΕ. Άραγε θα μπορούσε η ΝΔ να τα καταφέρει ανάλογα; Πολύ αμφιβάλουμε...
Και κλείνοντας θα πούμε το εξής: ας βάλουν τα γιουχαϊσματα σε σκέψεις τον κ. Πρωθυπουργό. Για να φτάσουν κάποιοι που έχουν πάει ν' αφήσουν λουλούδι στο φέρετρο ενός νεκρού, να γιουχάρουν τον Πρωθυπουργό, κάτι θα φταίει ή κάνουμε λάθος;
(YΓ Για την ομπρέλα του κύριου Μητσοτάκη γράφτηκαν πολλά, οπότε δεν έχει νόημα τα επαναλάβουμε. Ήταν τουλάχιστον ατυχής ως επιλογή - ήταν σα να πήγαινε με φανελάκι "Heavy metal is the best" ή με σαγιονάρες. Αλλά για να πούμε και του στραβού το δίκιο θα μπορούσε να γράφει και "Συνεργείο ο Μήτσος", "Supermarket Γαλαξίας" ή "Μπύρα ή Heikenen;" οπότε πάλι καλά. Πάντως, μερικές εναλλακτικές για το μέλλον, θα βρείτε παρακάτω - η τελευταία έχει σαφή αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μίκη και του Πρωθυπουργού και θα ταίριαζε καλύτερα ως φόρος τιμής προς τα Χανιά).
Η πνευματική φτώχεια της Ελλάδας, που παρατηρείται έντονα τα τελευταία χρόνια, γίνεται μεγαλύτερη με τον χαμό του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφει σχετικά ο Βασίλης Κανέλλης:
Μια φωτογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, από τις χιλιάδες που κυκλοφορούν τις τελευταίες ώρες, δείχνει τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάνο Κατράκη και τον Γιάννη Ρίτσο.Μια φωτογραφία από αυτές που σε κάνουν περήφανο όταν λες ότι είσαι από την Ελλάδα. Μια φωτογραφία που μπορεί χιλιάδες παιδιά να μην καταλαβαίνουν γιατί οι εικονιζόμενοι δεν είναι… ιερά τέρατα της trap ή του λαϊκοπόπ, αλλά που υπάρχουν χιλιάδες άλλοι οι οποίοι συγκινούνται βλέποντάς την.
H λεζάντα που συνοδεύει τη φωτογραφία είναι απλή: «Με τέτοια προίκα πώς φτωχύναμε έτσι;»Είναι ένα ερώτημα που πλανάται πάνω από τη χώρα, που την κάνουν όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι οι οποίοι δεν ζουν για το εφήμερο.Τώρα που η πόρτα έκλεισε, τώρα που ο Μίκης σφράγισε οριστικά το τέλος μιας σπουδαίας εποχής, ίσως θα πρέπει να αναλογιστούμε όλοι τι είναι η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ειδικά όμως, πώς πορεύεται η πατρίδα μας την τελευταία 20ετία.Κάνοντας σύγκριση με τις εποχές που έζησε ο Μίκης, ο Ελύτης, ο Κατράκης, ο Ρίτσος ή ο Χατζηδάκης, σε πιάνει θλίψη. Και απότομα έρχεται στο μυαλό σου το ερώτημα: «Πώς κατάντησε η Ελλάδα ενώ είχε τόσο σπουδαίους ανθρώπους;»Με το θάνατο του Μίκη βγήκε από το χαλί αυτό που προσπαθούμε να κρύψουμε χρόνια τώρα.Την πολιτιστική ένδεια της πατρίδας μας η οποία το μόνο που ξέρει να κάνει καλά είναι να καταστρέφεται αυτοθαυμαζόμενη για το… ένδοξο παρελθόν της.
Που είναι οι μεγάλοι ποιητές της σημερινής εποχής; Πέθανε κι ο Χριστιανόπουλος, ο τελευταίος των μεγάλων και πλέον έμεινε η ευτέλεια, η ουτιδανότητα.Που είναι οι μεγάλοι μουσικοί, παρά τη σπουδαία παράδοση που έχει η χώρα μας; Θα ξαναβγεί άλλος Μίκης, άλλος Μάνος Χατζηδάκις; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη βλέποντας τη σημερινή ελληνική μουσική σκηνή.Ελάχιστοι ξεχωρίζουν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έχουν παγκόσμια εμβέλεια. Η ελληνική μουσική δεν συγκινεί, δεν υπάρχει όραμα, δεν υπάρχει παραγωγή σπουδαίων έργων.Το ίδιο και οι τραγουδιστές. Μπορούν να ξαναβγούν φωνές όπως του Μπιθικώτση; Ή του Καζαντζίδη που αδίκησε τον εαυτό του, ή του Μητροπάνου;Ποιος διαδέχεται τον τεράστιο Γιώργο Νταλάρα ή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τις απίστευτες Αλεξίου και Γαλάνη;Γέμισε η Ελλάδα τραγουδιστές και μουσικούς από τα ριάλιτι, από τις λαϊκοπόπ μουσικές σκηνές κι από τις κλεμμένες από την Αμερική νότες της ροκ, της ραπ ή της τραπ.Καμιά έμπνευση, κανένας μουσικός οργασμός, καμιά διάθεση να ξεφύγουμε από τη μιζέρια που δημιουργεί τηλεοπτικά, μουσικά και τραγουδιστικά υποπροϊόντα.Βλέπεις τον δωρικό Μάνο Κατράκη και τρέμει η ψυχή σου.
Θυμάσαι τη σπουδαία Μελίνα, την απόλυτη γυναίκα, τραγουδίστρια, ηθοποιό, πολιτικό και θλίβεσαι όταν αντικρίζεις σύγχρονες γυναίκες.Καλλιτέχνιδες ή πολιτικούς που έχουν βουτηχτεί στην φτήνια και την υποκουλτούρα.Βλέπεις τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη, τον Λειβαδίτη, όλους τους σπουδαίους από τη «γενιά του ’30» και μέχρι τη δεκαετία του ’80, ποιητές και πεζογράφους και αναρωτιέσαι ποιοι εκπροσωπούν σήμερα την Ελλάδα;Μια κυρία που βγάζει εκατομμύρια γράφοντας ανόητα μυθιστορήματα αγάπης ή… ίντριγκας.Κάτι τύποι που καμώνονται ότι είναι ποιητές;
Κάτι… life coaches που γράφουν περισπούδαστες βλακείες περί της ζωής που δεν έχουν ζήσει και οι ίδιοι.Μηδενική παραγωγή καλών ελληνικών βιβλίων που θα μπορούσαν να περάσουν τα σύνορα της χώρας.Πανηγυρίζουμε γιατί βγήκε μια τηλεοπτική σειρά μοναδικής αισθητικής και ουσίας, όπως «Το Νησί» και μετά… το χάος. Η φθήνια είναι παγκόσμιο φαινόμενο, στην Ελλάδα απλά ευδοκιμεί
Τα τηλεσκουπίδια, η αποθέωση του κιτς και η παντελής απουσία παιδείας και σοβαρότητας, βουλιάζουν τη χώρα στην αφάνεια.Μια χώρα που ξεμένει από πνευματικούς ανθρώπους δεν έχει μέλλον. περισσότερο. Το λούμπεν κυριαρχεί στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου.
Μια χώρα που δεν μπορεί να βγει από την αξιακή κρίση των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει ελπίδα.Η πατρίδα μας που σπαράσσεται από εσωτερικούς εμφυλίους, που δεν ομονοεί ούτε και στον θάνατο του τεράστιου Μίκη, δεν μπορεί να επιβιώσει.Μια χώρα της οποίας αλλοιώθηκε το DNA, αυτό που έβγαζε σπουδαίους ανθρώπους, νομπελίστες, λαμπρούς κι όχι λαμπερούς ηθοποιούς και τραγουδιστές, πνεύματα ελεύθερα και φωτεινά μυαλά, δεν θα μπορέσει να βγει ποτέ από την αφάνεια στην οποία έχει περιέλθει.Οσο η έλλειψη παιδείας, ενός οράματος για τα παιδιά μας και για την πατρίδα μας, θα απουσιάζουν από όλους μας, τόσο η Ελλάδα θα αυτοκτονεί.Και στην αυτοχειρία την ευθύνη έχουμε όλοι, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να ξαναβγάλει η Ελλάδα νέους Θεοδωράκηδες, πρέπει να γίνει ξανά χώρα που θα σέβεται το ιστορικό της παρελθόν και θα χτίζει το δικό της μέλλον.Και που καθένας από εμάς θα κάνει τις προσωπικές του επαναστάσεις μέσα από την εκπαίδευσή του η οποία πρέπει να είναι καθημερινή.Κι όπως έλεγε ο επίσης σπουδαίος και βασανισμένος Χρόνης Μίσσιος: «Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος»Ας μείνουμε τουλάχιστον άνθρωποι. Ας μη γίνουμε τέρατα.Το χρωστάμε στον Μίκη και τους άλλους σπουδαίους Ελληνες.
Ο διαγωνισμός της Eurovision πάντα τραβούσε τα τηλεοπτικά (και όχι μόνο) βλέμματα. Από την εποχή που οι Antique οδήγησαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια την χώρα μας στην 5άδα του διαγωνισμού, το ενδιαφέρον ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Πλέον η χώρα μας δε συμμετείχε για "την χαρά της συμμετοχής" αλλά έπαιρνε μέρος και διεκδικούσε θέση "μεταλλίου" και γιατί όχι, νικητή. Το ενδιαφέρον παρέμεινε και όταν οι καλές εποχές πέρασαν ανεπιστρεπτί, με αποκλεισμούς στους ημιτελικούς και αποτυχημένες εμφανίσεις στα τελικά (όταν περνούσαμε). Θυμηθείτε τι συνέβει τις εποχές της ΝΕΡΙΤ, όταν παραλίγο να μη στείλουμε καθόλου τραγούδι στο διαγωνισμό...
Αυτό όμως που πάντα παρέμενε όλο αυτό το διάστημα, ήταν η κόντρα "οπαδών" και "αρνητών" του διαγωνισμού. "Το γεγονός της χρονιάς" για τους μεν, "πανηγυράκι χωρίς σημασία για τους δε". Με λίγα λόγια ένας ακόμα λόγος για να κάνουμε αυτό που μας αρέσει περισσότερο από τον ήλιο, τη θάλασσα και τις βόλτες την παραλία: να διχαζόμαστε και να μαλώνουμε.
Η φετεινή Eurovision δεν αποτελεί εξαίρεση. Μετά τη μη διεξαγωγή του διαγωνισμού το 2020, ήταν αναμενόμενο ότι το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο. Και είναι φοβερό ότι πριν από το "μεγάλο Σάββατο του τελικού" (στον οποίο η χώρα μας συμμετείχε περνώντας από το σκόπελο των ημιτελικών), είχε αρχίσει πάλι το γνωστό τροπάριο και από τις δύο πλευρές. Οι μεν να ημνούν το διαγωνισμό και οι δε να τον καταδικάζουν. Ευτυχώς δε φτάσαμε πάλι στα γεγονότα του 2003, όταν με αφορμή την χρήση αγγλικού στίχου στο "Ι will die for you" είχε κάνει παρέμβαση ως και ο Μίκης Θεοδωράκης (για ν' αποδειχτεί για μια ακόμα φορά ότι είμαστε καταπληκτικοί ως λαός στο να δίνουμε σημασία σε μη σημαντικά πράγματα).
Αυτό δε σημαίνει όμως ότι ο πνευματικός κόσμος της χώρας παρέμεινε αμέτοχος. Ειδικά μετά το τέλος της βραδιάς και με την ανακοίνωση των μεγάλων θεαματικοτήτων της ΕΡΤ1, είχαμε καταιγισμό άρθρων και αναρτήσεων για "την κατάντια της χώρας" και καταδίκη του καναλιού που έδωσε τόσο θεσμό στο διαγωνισμό. Ναι του ίδιου καναλιού που έχει 30 ντοκυμανταίρ την εβδομάδα, καταπληκτικές μουσικές εκπομπές και που οι σειρές του είναι (σε γενικές γραμμές) υψηλού επιπέδου. Το τραγελαφικό την ίδια ώρα που οι αρθογράφοι κατακεραύνονουν το διαγωνισμό τη Eurovision, οι ιστοσελίδες που τους φιλοξενούν δημοσιεύουν ειδήσεις του τύπου "Μάγεψε το τραγούδι της Κύπρου", "Κόλαση οι τραγουδίστριες της Σερβίας" κ.ο.κ. Κάποιοι κακεντρεχείς θα που ότι αυτό γίνεται γιατί η Eurovision πουλάει - εμείς θα πούμε ότι πιθανότατα αυτό να συμβαίνει στα πρόθυρα της "σφαιρικής ενημέρωσης".
Όπως και να έχει ο διαγωνισμός είναι απλά ένας διαγωνισμός τραγουδιού. Είναι ο τελευταίος μεγάλος πανευρωπαϊκός διαγωνισμός και είναι λογικό να τραβάει το ενδιαφέρον του κόσμου. Είναι επίσης ένας καλός (εντός και εκτός εισαγωγικών) περισπασμός, σε μια εποχή που οι "χαλαρές" ειδήσεις, οι οποίες μπορεί να ενδιαφέρουν τον κόσμο, είναι λίγες. Σε μια εποχή που υπάρχει αβεβαιότητα για το μέλλον, τα πράγματα σα εργασιακά δε δείχνουν καλά, οι μισθοί καταρρέουν και δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, χρειάζονται και αυτά. Αρκεί να μην τους δίνουμε παραπάνω σημασία απ' όση πρέπει. Γιατί η ζωή συνεχίζεται και μετά τη Eurovision...
Και για να κλείσουμε: Μπορεί σήμερα η υποκουλτούρα να κυριαρχεί, αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την Ελλάδα εκπαιδευτικά ποιοτικά σε καλύτερη κατάσταση απ' ότι σήμερα, την κρατική ραδιοτηλεόραση να προστατεύει "ποιοτικά" τον ελληνικό λαό και τον ελληνικό πολιτισμό να είναι στα ντουζένια του σε όλα τα επίπεδα, ο κόσμος έβλεπε ταινίες σεξ στους κινηματογράφους, έσπαγε πιάτα στα μπουζούκια και τραγουδούσε "Σ' αγαπάω, μ' ακούς". Υποκουλτούρα υπήρχε λοιπόν και θα υπάρχει πάντα.
Όταν μάθαμε ότι ο Αντώνης Καλογιάννης έφυγε στα 81 του χρόνια, έχοντας ταλαιπωρημένη υγεία και ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία στην κατοχή του, για ένα περίεργο λόγο, δεν μας ήρθε στο μυαλό κάποιο τραγούδι από τη μεγάλη του καριέρα τόσο στο πλευρό του Μίκη Θεοδωράκη (που μόλις έμαθε για το φευγιό του έγραψε το φοβερά συγκινητικό "είναι πολύ άδικο που έφυγε πρώτος και με άφησε πίσω του να ζω με τις ωραίες μας αναμνήσεις"), όσο και απ' αυτά του ερωτικού τραγουδιού που τραγούδησε με τεράστια επιτυχία από τα τέλη του 1970 μέχρι τα μέσα του 1990. Εκείνο το τραγούδι που έρχεται στο μυαλό είναι το "Ρίξε μια ζαριά καλή", ένα από τα δύο τραγούδια, που τραγούδησε, με φωνή σπασμένη, στη τιμητική συναυλία για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στα 2002, λίγο πριν ο τελευταίος πεθάνει, και αποτελούν τα τελευταία δισκογραφημένα τραγούδια του...
Το τραγούδι φαίνεται να του ταιριάζει γάντι και ας μην είναι "δικό του". Όντας ένα φτωχόπαιδο από την Καισαριανή, που λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων είχε μάθει να ζει με το φόβο του χωροφύλακα και του μπουντρουμιού, κανείς δε θα περίμενε ότι θα καταλήξει στο πλευρό του Μίκη και θα γυρίσει τον κόσμο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Η αλήθεια είναι ότι πέρασε πολλά μέχρι να γίνει η τυχαία συνάντηση - ο Μίκης πιεζόμενος αν βρει τραγουδιστή για μια σειρά συναυλιών στην πρώνη ΕΣΣΔ όταν ο Πουλόπουλος τον άφησε "στα κρύα του λουτρού" υποκύπτοντας στους εκβιασμούς του παρακράτους, τον άκουσε σε μια ακρόαση και αποφάσισε να τον πάρει αμέσως μαζί του - που θα του άνοιγε την πόρτα για μια μαγική πορεία.
Με τον Μίκη θα παραμείνουν φίλοι ακόμα και όταν ο Καλογιάννης άφησε το πολιτικό τραγούδι, τραγουδώντας πιο "ελαφρά" και "ερωτικά" τραγούδια. Σε αντίθεση με άλλους τραγουδιστές, η σχέση τους παραέμεινε σταθερή, και αυτό έγινε γιατί ότι ο τραγουδιστής ποτέ δεν ξέχασε σε ποιον χρωστούσε την ανακάλυψή του, καθώς και γιατί κράτησε ένα χαμηλό προφίλ σε όλη του τη ζωή.
Μπορεί καλλιτεχνικά να ήταν τυχερός μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90, αλλά μετά τον χαμό του γιού του (που έφυγε νέος από ανεύρυσμα), μια σειρά από αποτυχημένες επενδύσεις (που τον χτύπησαν οικονομικά), την αλλαγή του τραγουδιστικού κλίματος στην χώρα (που είδαν τον Καλογιάννη και το ρεπερτόριο που υπηρετούσε να πηγαίνει στο περιθώριο) και με τη σταδιακή επιβάρυνση της φωνής του, έκαναν πολλά πράγματα που μέχρι τα τέλη του 1990 φαίνονταν αυτονόητα, αρκετά δύσκολα. Μια από τις τελευταίες μεγάλες συνεντεύξεις του στην εκπομπή "Προσωπικά" της Έλενας Κατρίτση είναι αρκετά χαρακτηριστική των όσων πέρασε, κρατώντας πάντα μια αξιοπρεπή στάση, ακόμα και όταν τα φώτα της δημοσιότητας είχαν σχεδόν σβήσει.
Το πόσο σπουδαίος και αγαπητός ήταν φάνηκε και στην τελευταία του μεγάλη συναυλία - στα 2016 - όταν όχι μόνο γέμισε ασφυκτικά το Άλσος Περιστερίου που έγινε η συναυλία αλλά και μια σειρά σπουδαίων και καταξιωμένων τραγουδιστών, έσπευσαν αφιλοκερδώς να τραγουδήσουν προς τιμήν του.
Ο θάνατός βέβαια είναι ανίκητος - αλλά η αλήθεια είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο αποχαιρετισμός είναι πιο δύσκολος αφού χαιρετάμε έναν από τους τελευταίους μεγάλους ερμηνευτές μια εποχής που άφησε "διαμάντια", έχοντας ζήσει παράλληλα με αξιοπρέπεια. Έτσι φτώχυνε ακόμα περισσότερο ο καλλιτεχνικός χώρο της χώρας, σε μια εποχή που ακούμε για νοσηρές συμπεριφορές και καταστάσεις. Τα τραγούδια του πάντως θα μείνουν να μας συντροφεύουν...
Ο κύριος Διγαλάκης δεν είναι άγνωστος στο τοπικό κύκλο των στελεχών της Ν.Δ. στα Χανιά. Πολιτικά ενεργός εδώ και πολλά χρόνια και σταθερά προσκείμενος στο νυν Πρωθυπουργό, εκδήλωσε νωρίς το ενδιαφέρον του να "εκτεθεί" πολιτικά ως υποψήφιος βουλευτής και εκλέχθηκε εκμεταλλευόμενος την αποπομπή του πρώην υφυπουργού Δικαιοσύνης κύριου Μαρκογιαννάκη από τα τα ψηφοδέλτια, καθώς και το γεγονός ότι λόγω νίκης της ΝΔ σε πανελλαδικό επίπεδο, το κυβερνών κόμμα θα εξέλεγε 3 βουλευτές στα Χανιά ούτως ή άλλως.
Η σταθερή υποστήριξή του στο νυν Πρωθυπουργό ανταμοίφθηκε με μια θέση στο προηγούμενο υπουργικό συμβούλιο, αυτή του αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας. Ο λόγος της επιλογής του Υπουργείου; Ο κύριος Διγαλάκης είχε διατελέσει Πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης, στο οποίο ήταν καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρονικών Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ενώ διατέλεσε και Πρύτανης του Ιδρύματος για 4 και κάτι χρόνια. Η θητεία του στην Πρυτανεία στιγματίστηκε από μια περίεργη απόφαση, με την οποία ουσιαστικά "παραχωρούσε" έναντι μετρίου ετήσιου ενοικίου κτίρια του Πολυτεχνείου Κρήτης σε ιδιωτική εταιρεία, για να μετατραπούν αυτά σε ξενοδοχείο. Αυτό ως πρώτη ανάγνωση δεν ήταν κακό - αφού μπορούσε ν' αναγνωστεί ως ότι "το Πολυτεχνείο Κρήτης αποφάσισε ν' "αξιοποιήσει" μέρος της περιουσίας του για να μπορέσει να ενισχύσει το διδακτικό του έργο και να μπορέσει ν' "ανεξαρτοποιηθεί" οικονομικά" (ό,τι και αν αυτό σημαίνει για ένα ίδρυμα που χρηματοδοτείται σταθερά και υποχρεωτικά λόγω Συντάγματος από τον κρατικό προϋπολογισμό). Τα προβλήματα όμως αυτής της απόφασης, ήταν άλλα:
α) για την παραχώρηση των κτιρίων δεν είχε ακολουθηθεί η αναμενόμενη διαδικασία για δημόσια περιουσία (δηλ.ευρύς διαγωνισμός με τελική επιλογή του ανάδοχου που θα έδινε τα περισσότερα ωφελήματα για το ίδρυμα και την τοπική κοινωνία),
β) τα κτίρια βρίσκονταν σε μια από τις πλέον προνομιούχες (από πλευράς τοποθεσίας) αλλά και τουριστικά "φορτωμένες" περιοχές της πόλης των Χανίων (με τεράστια αντικειμενική και αρχαιολογική αξία), ενώ είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας της χώρας για τα οποία απαιτείται ειδική διαδικασία για οποιαδήποτε αλλαγή χρήσης τους,
γ) για το έργο υπήρξαν (υπερκομματικές) αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία, και κυρίως
δ) τα κτίρια αυτά είχαν παραχωρηθεί από το κράτος στο ίδρυμα για τη στέγαση των υπηρεσιών του και μόνο (χωρίς δηλαδή να έχουν αγοραστεί με χρήματα -που έτσι κι αλλιώς το ΠτΚ δεν είχε -του προϋπολογισμού του ιδρύματος).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο ισχύει για το σύνολο σχεδόν της περιουσίας του Πολυτεχνείου: Όντας ένα ίδρυμα που αγκαλιάστηκε απ' όλη την τοπική κοινωνία, προικοδοτήθηκε με σειρά δωρεών που μπροστά στο σύνολό τους λίγα πανεπιστημιακά ιδρύματα μπορούν να καυχηθούν ότι υπσστηρίχθηκαν περισσότερο. Οι περισσότερες δωρεές προς αυτό είχαν συγκεκριμένο σκοπό, με αποτέλεσμα σε περίπτωση διαφοροποίησης της χρήσης τους από αυτήν που είχε πρόθεση ο δωρητής, να είναι προσβαλλόμενες στα δικαστήρια με κίνδυνο ανάκλησής τους.
Όλα τα παραπάνω ήταν γνωστά στον κύριο Διγαλάκη αλλά και στη Σύγκλητου του ΠτΚ που έλαβε τη συγκεκριμένη απόφαση στα 2017 - παραταύτα, στην τούρλα των μνημονίων (και υπό την ανοχή της κεντρικής και τοπικής εξουσίας), η απόφαση ελήφθη και κατέληξε στο συρτάρι της αναμονής. Ο λόγος; Στο ένα από τα κτίρια, υπήρχε μια από τις παλαιότερες και πιο ενεργές καταλήψεις της Κρήτης, η περίφημη "Rosa Nera". Με την αστυνομία να μην ασχολείται και το Πολυτεχνείο να μην επιδιώκει (ανοιχτά) το "άδειασμά" της, τα πράγματα έμειναν στάσιμα για χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και η τοπική κοινωνία (που αντέδρασε αρνητικά στο άκουσμα της απόφασης) δε ξεσηκώθηκε μαζικά γιατί υπήρχε η πίστη ότι "η κατάλειψη δεν πρόκεται ν' αδειάσει και η απόφαση θ' ακυρωθεί στην πράξη" (όπως πίστεψε δηλαδή ότι θα συνέβαινε και με τα μνημόνια). Όμως τα χρόνια πέρασαν, ο Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός, ο Χρυσοχοϊδης (γνωστός για τη θέση του απέναντι στις καταλήψεις) πήρε θέση στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ενώ και ο κ. Διγαλάκης μπαίνοντας στην κυβέρνηση δεν ήταν πλέον κάποιος "τυχαίος" πρύτανης αλλά ένας υφυπουργός και βουλευτής. Παράλληλα ο κύριος Διγαλάκης δεν ήταν διαθετιμένος ν' αφήσει τα πράγματα ως έχουν και ήταν αποφασισμένος να τηρήσει την υπόσχεση του προς τους επενδυτές που είχε βρει για να μετατρέψουν το λόφο Καστέλι σε προνομιακό boutique ξενοδοχείο. ΄Έτσι ασκώντας πίεση προς όλες τις πλευρές, κατάφερε στο να γίνει μια επιχείρηση και να διωχθούν οι καταληψίες κακής κακώς...
Εκεί κάπου τα πράγματα πήραν μια τροπή που πιθανόν ούτε ο ίδιος ο κύριος Διγαλάκης θα περίμενε να δει: η συντριπτική πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας (με σύσταση επιτροπής στην οποία συμμετέχουν και συνοδοιπόροι του κυρίου Διγαλάκη στη ΝΔ), σχεδόν όλα τα τοπικά ΜΜΕ (με ορισμένα απ' αυτά να βγάζουν στη φόρα σειρά εγγράφων που αποδεικνύουν τις νομικά αβάσιμες αιτιάσεις της Συγκλήτου και να θέτουν το θέμα στη σωστή του βάση), την τοπική αυτοδιοίκηση, συλλόγους και οργανισμούς βρέθηκαν απέναντί του, αντιδρώντας με πάθος στο σχέδιο για ξενοδοχοποίησή του λόφου. Η δε τοπική και μη αυτοδιοίκηση ήρθε και με συγκεκριμένες προτάσεις έδωσε διέξοδο στο "αδιέξοδο" που η Σύγκλητος (η οποία υπάρχει γιατί μια κοινωνία στήριξε με όλες της τις δυνάμεις το ίδρυμα στα Χανιά) είχε περιέλθει από δικές τις αστοχίες.
Η αντίδραση του ίδιου και του Πολυτεχνείου ήταν σπασμωδική. Ξεσήκωσε τους πολιτικούς του φίλους να μαζέψουν υπογραφές "υπέρ" της ξενοδοχοποίησης (που ως σύνολο υπολείπονται κατά πολύ το αριθμό εκείνων που που αντιδρούν σε αυτή), έβαλε την Σύγκλητο να "επιβεβαιώσει" την απόφαση (στηριζόμενη σε ρήτρες που θα υπάρξουν αν δε γίνει το έργο) και προσπάθησε να οδηγήσει το θέμα στην κεντρική πολιτική σκηνή, πιέζοντας για κυβερνητική στήριξη στο ανώτατο επίπεδο (χωρίς επιτυχία). Κουβέντα για τις αντιδράσεις, για το περίεργο γεγονός ότι η εταιρεία έχει μετοχικό κεφάλαιο που υπολείπεται κατά πολύ το ποσό που θα χρειαστεί να επενδύσει (από την τσέπη της) για το έργο όπως και για το γεγονός ότι στα σχέδια που είχε αναρτήσει στο site της ο "χώρος περιπάτου και αναψυχής" που υποσχόταν ήταν μια τεραστίων διαστάσεων πισίνα, όσο και για το γεγονός ότι η κυβέρνηση γνωρίζει για το πόσο πολύ "μπάζει" το συγκεκριμένο θέμα από τα 2017. Θα μας πείτε "η κυβέρνηση άλλαξε", το οποίο είναι σωστό, αλλά θ' απαντήσουμε ότι υποτίθεται ότι το κράτος έχει συνέχεια και όταν μια υπηρεσία του κράτους έχει λάβει θέση για ένα συγκεκριμένο θέμα (στηριγμένο στα υπάρχοντα στοιχεία), δε θα είναι εύκολο ν' αλλάξει, εκτός και αν ο κύριος Διγαλάκης βγάλει κάποιο έγγραφο-"λαγό από το καπέλο του" που ν' ακυρώνει τα προηγούμενα...
Το τι θα γίνει στο τέλος αναμένεται να το δούμε. Εδώ δεν έχουμε κάποιους "άπλυτους" καταληψίες και απέναντι την "έννομη τάξη": η υπόθεση "μυρίζει" άσχημα, υπάρχει σειρά ερωτημάτων (17 τον αριθμό!) στην υπόθεση που παραμένουν αναπάντητα, ενώ υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις ώστε και την ύστατη στιγμή να μην αποξενωθεί πλήρως ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα από την κοινωνία με την οποία υποτίθεται έχει συνταχθεί, και όλα αυτά στο βωμό προσωπικών στοιχημάτων και καπρίτσιων της νυν και πρώην Πρυτανείας. Η χώρα δεν έχει ανάγκη από καθηγητές-"ξερόλες", αλλά από ακαδημαϊκούς που είναι κοντά στις τοπικές κοινωνίες και αποφεύγουν δογματισμούς που ταιριάζουν μόνο σε ιεράρχες.
Το πρώτο μέρος του αφιερώματοςτων τηλεοπτικών ρόλων των μεγάλων κωμικών πρωταγωνιστών του ελληνικού κινηματογράφου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Το αφιέρωμα μας κλείνει με πέντε σπουδαίους ηθοποιους: την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιώργο Παπαζήση, τον Νίκο Ρίζο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και την Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Δυστυχώς μερικοί άλλοι εκ των μεγάλων κωμικών μας - όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, είχαν ελάχιστη τηλεοπτική παρουσία από την οποία δε σώζεται τίποτα στις μέρες μας...
α) Ρένα Βλαχοπούλου
Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Μετά από μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο (στον οποίο παρέμεινε πιστή γυρίζοντας 6 ταινίες μεταξύ 1979-1985, στην τελευταία δηλαδή προσπάθεια αναβίωσης του ελληνικού εμπορικού σινεμά) και στο θέατρο, πέρασε στο βίντεο (γυρίζοντας 10 βιντεοταινίες). Όσο αφορά την τηλεόραση είχε μια συμμετοχή στους 10 Μικρούς Μήτσους του Λάκη Λαζόπουλου, ενώ πρωταγωνίστησε σε 5 τηλεοπτικές σειρές- τις πρώτες δύο (που σήμερα είναι χαμένες) στην κρατική τηλεόραση μεταξύ 1976-1979 και τις άλλες 3 στον ΑΝΤ1, συμμετέχοντας σε δουλειές παραγωγών και σκηνοθετών με τους οποίους είχε συνεργαστεί στις τελευταίες κινηματογραφικές της συμμετοχές. Από τις 3 ("Η κυρία του πάνω ορόφου" -1990, Μάλιστα Κύριε" - 1991, "Μάμα Μία" - 1991), η πιο επιτυχημένη ήταν η τελευταία, η οποία κράτησε 28 επεισόδια:
:Αξίζει να σημειωθεί ότι η σειρά "Η κυρία του πάνω ορόφου", προέρχεται από τη βιντεοσειρά του 1987 με τίτλο "Σας έπιασα στα πράσα". Η σειρά αυτή προβλήθηκε ξανά ως τηλεοπτική μίνι σειρά στην "ΕΤ1" με τον ίδιο τίτλο που είχε η βιντεοσειρά. Η Ρένα Βλαχοπούλου ποτέ δε συμπάθησε την μικρή οθόνη - και όταν το έκανε το έκανε κυρίως από καλλιτεχνική ανάγκη. Όπως σημειώνει στην Βιογραφία της "Βίβα Ρένα" (Εκδόσεις Άγκυρα, 1992): "Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι' αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα."
H Ρένα Βλαχοπούλου απεβίωσε τον Ιούλιο του 2004, σε ηλικία 81 ετών.
β) Γιώργος Παπαζήσης
Ο θρυλικός "Μανωλιός" με μεγάλες κινηματογραφικές γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα. Έκανε μεγάλες επιτυχίες τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, τόσο στο θέατρο όσο και τον κινηματογράφο, παίζοντας το ρόλο του πονηρού Κρητικού, που καταφέρνει στο τέλος να τα βγάλει πέρα. Στην 1η περίοδο της τηλεόρασης δεν πήρε μέρος - αν εξαιρέσει κανείς μια παρουσία στο "Θέατρο της Δευτέρας" (στο "Μπράβο Κολονέλο" το 1979), την "Βραδιά Επιθεώρησης" στο 1984 και τη σειρά του Γιώργου Παπαστεφάνου "Οι παλιοί μας φίλοι" (1985). Η μοναδική σειρά στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο (μετά το απαραίτητο, για Έλληνα κωμικό, πέρασμα από το βίντεο), ήταν στο New Channel την τηλεοπτική σεζόν 1990-1991. Λεγόταν "Show και αβλαβές" και αποτέλεσε την (περιορισμένης απήχησης) απάντηση του καναλιού στις εκπομπές-σκετς του Γιάννη Ζουγανέλη (τότε στο Mega):
Μετά το τέλος της σειράς αυτής, ο Γιώργος Παπαζήσης αφοσιώθηκε στο θέατρο, μέχρι που διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας το 2014. Απεβίωσε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα...
γ) Νίκος Ρίζος
Ο Νίκος Ρίζος γεννήθηκε το 1924 στην Άρτα και είχε μια κινηματογραφική καριέρα που κράτησε 5 δεκαετίες - με την πρώτη του συμμετοχή να γίνεται το 1941 ("Νύχτα χωρίς ξημέρωμα") και την τελευταία το 1984 ("Ράδιο Αρβύλα"). Μετά το τέλος του εμπορικού κινηματογράφου, πέρασε ταχύτατα στο βίντεο όπου πρωταγωνίστησε σε δεκάδες (κυρίως χαμηλής ποιότητας) παραγωγές. Τα περάσματά του στην τηλεόραση ήταν αρκετά. Δυστυχώς όμως από τις 7 σειρές της ΕΡΤ στις οποίες συμμετείχε, για τις 6 δεν υπάρχουν ολόκληρα επεισόδια, αφού οι μαγνητοταινίες σβήστηκαν μεταξύ της περιόδου 1981-1983, ενώ καμία απ' αυτές δεν παίχτηκε σε επανάληψη. Η τελευταία ("Μπαμπάδες, γιοι και πειρασμοί" του 1992), στην οποία συμμετείχαν και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί του ελληνικού σινεμά (όπως ο Αλέκος Τζανετάκος), υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ, αλλά παραμένει - προς το παρόν - θαμμένη εκεί. Όσο αφορά τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης είμαστε πιο τυχεροί - αφού εκεί ήταν προσεκτικοί με το αρχείο τους. Από τις συμμετοχές αυτές ξεχωρίζει αυτή στην "Αίθουσα του Θρόνου" (στα 1998 - στην οποία συμμετείχε άλλος ένας μεγάλος του ελληνικού σινεμά, ο Αλέκος Αλεξανδράκης):
Ο Νίκος Ρίζος έφυγε από τη ζωή το 1999, σε ηλίκία 74 ετών.
δ) Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
Ο Διονύση Παπαγιαννόπουλος (γεννημένος το 1912 στο Διακοφτό), εκτός από την μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση και το θέατρο, έκανε και σπουδαία καριέρα στην πρώτη περίοδο της ελληνικής τηλεόρασης: "Θωμάς και Χατζηθωμάς" (1973), "Ο κουσούρης" (1973) αλλά κυρίως το "Λούνα Παρκ" που κράτησε 7 ολόκληρα χρόνια - από τον Ιούνιο του 1974 μέχρι το Μάιο του 1981. Από τα 349 επεισόδια της σειράς, σωσμένο ολόκληρο υπάρχει στην χώρα μας μόνο ένα. Βέβαια το γεγονός ότι η σειρά προβαλόταν και στην Κύπρο στο ΡΙΚ, μας κάνει να ελπίζουμε ότι ίσως υπάρχουν επιπλέον επεισόδια σωζόμενα εκεί:
Η τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στην τηλεοπτική σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη "Τ' ανάποδα" το 1981. Η σειρά θεωρείται η συνέχεια του "Λούνα Πάρκ", για την οποία γυρίστηκαν 8 επεισόδια. Αυτά δεν προβλήθηκαν την εποχή που παραγγέλθηκαν, παρότι πληρώθηκαν. Οι μαγνητοταινίες ξεχάστηκαν σε κάποιες αποθήκες, και γλύτωσαν τη λαίλαπα του σβησίματος του 1981-1984. Τελικά προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2015, χωρίς όμως να έχει τη διαφήμιση που του άρμοζε:
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έφυγε από τη ζωή το 1984, στην Αθήνα.
ε) Δέσποινα Στυλιανοπούλου
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου γεννήθηκε το 1932 και παραμένει ενεργεί θεατρικά μέχρι σήμερα, παρότι βρίσκεται στην 9η δεκαετία της ζωής της. Μετά από σειρά μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών (ως υπηρέτρια και φτωχοκόριτσο, στο πλάι κυρίως του Νίκου Ρίζου), αποσύρθηκε από το σινεμά στο 1984 ("Πέστα Βρωμόστομε" με τον Στάθη Ψάλτη), έχοντας πρωταγωνιστήσει για τελευταία φορά σε ταινία στα 1979 ("Μονά-ζυγά δικά μου"). Στην χρυσή εποχή του βιντεοκλάμπ πρωταγωνίστησε και αυτή σε δεκάδες παραγωγές, κάνοντας λίγες μόνο εμφανίσεις στην τηλεόραση. Απ' αυτές ξεχώρισαν η συμμετοχή της στο "Χήρες Club" του Alter (με τον Στράτο Τζώρτζογλου και την Μαρία Γεωργιάδου) το 2004, όπου έπαιξε την γιαγιά:
Αρκετοί από τους σπουδαίους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου έκαναν δεύτερη (ή και τρίτη) καριέρα στην μικρή οθόνη είτε στα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης είτε στα πρώτα βήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Κάποιοι απ' αυτούς είχαν μικρή συμμετοχή λόγω ηλικίας ή αντίληψης για το μέσο, ενώ κάποιοι άλλοι έδειξαν ένα μέρος του μεγάλου ταλέντου τους, παρά τα όποια προβλήματα είχαν οι σειρές που συμμετείχαν....
α) Γεωργία Βασιλειάδου
Η Γεωργία Βασιλειάδου είχε πολύ μικρή συμμετοχή στην τηλεόραση, έχοντας γεννηθεί στα 1897, ήταν ήδη αρκετά μεγάλη στα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης στην χώρα μας, έχοντας ήδη αποσυρθεί από το σινεμά από το 1970 (με τον τελευταίο ρόλο της να είναι ένα σύντομο πέρασμα στην ταινία "1-1-4" στα 1977). Βέβαια αυτό είναι περισσότερο απ' τη μηδενική συμμετοχή που είχαν άλλοι μεγάλοι κωμικοί (όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης ή ο Γιώργος Λογοθετίδης) που "έφυγαν από τη ζωή" πριν αρχίσει η μεγάλη παραγωγή τηλεοπτικών σειρών. Οι τηλεοπτικοί της ρόλοι περιορίζονται στη συμμετοχή της στην σειρά "Το παλιό το κατοστάρι" που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ σε 45 επεισόδια το 1974 (και στην οποία συμμετείχαν σπουδαίοι πρωταγωνιστές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο Νίκος Σταυρίδης, ο Φραγκίσκος Μανέλης,ο Τάσος Γιαννόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Κώστας Χατζηχρήστος), από την οποία δεν υπάρχουν σωζόμενα απόσπάσματ, καθώς και στη συμμετοχή της στην τηλεοπτική σειρά "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται", στην οποία έπαιξε σε 8 επεισόδια ως "Μανταλενιά".
Η Γεωργία Βασιλειάδου έφυγε από τη ζωή στις 12 του Φλεβάρη του 1980, ξεχασμένη από τους περισσότερους συναδέλφους της και παλιούς θαυμαστές της...
β) Γιάννης Γκιωνάκης
Ο Γιάννης Γκιωνάκης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Παρότι ηλικιακά και από πλευράς δημοφιλίας, θα μπορούσε να έχει μεγάλη συμμετοχή στα τηλεοπτικά πράγματα, αυτή ήταν περιορισμένη. Για τους λόγους που αυτό συνέβει πολλά μπορούν να υποτεθούν αλλά ελάχιστα αποπνέουν σιγουριά. Το σίγουρο είναι ότι την ίδια εποχή ο μεγάλος αυτός πρωταγωνιστής του θεάτρου και του σινεμά, έκανε πολλές "αρπαχτές" στο βίντεο - παίζοντας ρόλους "guest" σε παραγωγές χαμηλού επιπέδου. Η συμμετοχή του περιορίζεται σε ορισμένες τηλε-ταινίες (που προβλήθηκαν στον ΑΝΤ1), σε τηλεοπτικές θεατρικές παραγωγές (όπως το "θέατρο της Δευτέρας" ή τη "Βραδιά Θεάτρου" - παίζοντας ρόλους που τον είχαν καθιερώσει στο σανίδι όπως αυτή που έχουμε συμπεριλάβει σ' αυτό το αφιέρωμά μας) και σε μια έκτακτη συμμετοχή σε δύο επεισόδια στην τηλεοπτική σειρά "Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης" στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Θανάσης Βέγγος.
("Το Στραβόξυλο" - "Θέατρο της Δευτέρας" - ΕΡΤ)
("Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης"- επεισόδιο 44ο)
Ο Γιάννης Γκιωνάκης έφυγε από τη ζωή στις 25 Αυγούστου του 2002 σε ηλικία 80 ετών.
γ) Νίκος Σταυρίδης
Ο Νίκος Σταυρίδης αποτελεί μια περίπτωση παρόμοια μ' αυτή της Γεωργίας Βασιλειάδου. Αποσύρθηκε από το σινεμά σχετικά νωρίς στα 1972- αν και έπαιξε σε περίπου 120 ταινίες), έχοντας κάνει μια πολύ μεγάλη καριέρα στο θέατρο.Στο τέλος της κινηματογραφικής του καριέρας πρωταγωνίστησε σε ταινίες, σεναριακά αδύναμες: γι΄αυτό ίσως θέλησε να φύγει από την σκηνή (και το σινεμά) πριν ξεθωριάσει η εικόνα του. Όπως είπε πήρε την απόφαση της αποχώρησης για να μην ακούσει την έκφραση «ο καημένος»...
Η τηλεόραση τον άφησε αδιάφορο, και με εξαίρεση τη συμμετοχή του στις χαμένες σειρές "Το παλιό το κατοστάρι" και "Η Θέμις έχει κέφια", και μια συμμετοχή στην "Βραδιά Επιθεώρτησης" του 1984, στην οποία συμμετείχε παίζοντας τον "Λιγνό", ένα επιθεωρησιακό ρόλο απ' αυτούς που τον καθιέρωσαν στο είδος. έμεινε μακρυά από το είδος. Ο Νίκος Σταυρίδης έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1987, στην αγαπημένη του Σάμο, στην οποία περνούσε το περισσότερο διάστημα των τελευταίων χρόνων της ζωής του.
δ) Σωτήρης Μουστάκας
Ο Σωτήρης Μουστάκας αποτέλει έναν από τους πλέον "άτυχους" Έλληνες κωμικούς. Γεννημένος το 1940 ήταν πολύ νέος για να προλάβει την "χρυσή εποχή" του ελληνικού σινεμά, με αποτέλεσμα να παλέψει (με τον Στάθη Ψάλτη) χωρίς την απαραίτητη σεναριακή υποστήριξη να κρατήσει ψηλά τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο στις τελευταίες του μέρες. Έχοντας υψηλή δημοφιλία έπαιξε σε δεκάδες βιντεοταινίες, επαναλαμβάνοντας ρόλους και χαρακτήρες, αποτελώντας όαση συχνά μέσα σ' ένα σκηνοθετικό και σεναριακό χάος. Στην τηλεόραση είχε και αυτός λίγες συμμετοχές, πράγμα το οποίο αποτελεί παράδοξο, αφού την ίδια εποχή η προβολή αμφιβόλου ποιότητας επιθεωρήσεων στις οποίες συμμετείχε από τον ANT1 και το STAR πήγαιναν πολύ καλά από πλευράς τηλεθέασης. Η πρώτη του συμμετοχή έγινε στα 1972, στην χαμένη τηλεοπτική σειρά "Χαρούμενη Κυριακή", με τη συνέχεια να γίνεται σε επεισόδια της σειράς "Τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα" των Τάκη Χριστόπουλου και Μεγακλή Βιντιάδη:
Μετά απ' αυτό θα έχουμε αρκετές συμμετοχές σε επεισόδια δημοφιλών σειρών της ιδιωτικής τηλεόρασης (π.χ. "Δις Εξαμαρτείν", "Απαράδεκτοι"):
Ακολούθησε μια εκτεταμένη συμμετοχή σε μια σειρά της ΕΡΤ2, "Τα χαϊδεμένα παιδιά", το 2001, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, στην οποία πρωταγιστούσε ο Γιάννης Μπέζος. Η σειρά είχε πολύ μικρή απήχηση, και σεναριακά δεν είναι του επιπέδου των συντελεστών της, αλλά ο Σωτήρης Μουστάκας, ξεχωρίζει στο ρόλο του παππού Νικηφόρου:
Η τελευταία του τηλεοπτική συμμετοχή έγινε το 2006 σε επεισόδιο της σειράς "Το κόκκινο δωμάτιο". Ο Σωτήρης Μουστάκας απεβίωσε, νικημένος από τον καρκίνο το 2007, σε ηλικία 67 ετών.
ε) Μίμης Φωτόπουλος
Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στα 1913 στην Ζατούνα Γορτυνίας, και έφυγε στην Αθήνα στα 1986. Λόγω του σχετικά πρόωρου θανάτου, δεν μπόρεσε τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης, και έτσι παρά το ότι ήταν ενεργός θεατρικά και κινηματογραφικά μέχρι το τέλος της ζωής του (συμμετέχοντας σε πολλές ταινιές της τελευταίας περιόδου του εμπορικού ελληνικού σινεμά), δεν έχουμε πολλά αποσπάσματα από τις τηλεοπτικές συμμετοχές του, που ήταν αρκετές, κυρίως την περίοδο 1972-1982. Ξεχωριστές είναι οι συμμετοχές του στις σειρές "Το 24ωρο ενός παλιατζή" (1972- χαμένη), "Εύθυμες Ιστορίες" (1977), "Τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα" (1980) και την παιδική σειρά "Ο κήπος με τ' αγάλματα" (1980), όπου έπαιξε αριστοτεχνικά το ρόλο του "Μπάρμπα-Κυριάκου":
Εκεί που έλαμψε όμως ήταν στο "Θέατρο της Δευτέρας" όπου έλαμψε σε δύο ρόλους - του "Πελοπίδα" στο δικό του έργο "Πελοπίδας ο καλός πολίτης" και στο "Δον Καμίλο" του Σωτήρη Πατατζή:
Τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση, στα 1984, ήταν στην τηλεοπτική σειρά "Ο Θείος μας ο Μίμης", στην οποία πρωταγωνιστούσαν μαζί του η Καίτη Λαμπροπούλου, ο Σπύρος Καλογήρου και η Ευαγγελία Σαμιωτάκη:
(στο 2ο μέρος του αφιερώματος στην τηλεοπτική παρουσία των Ελλήνων κωμικών θα ασχοληθούμε με την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιώργο Παπαζήση, τον Νίκο Ρίζο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και την Δέσποινα Στυλιανοπούλου).
Δε συνηθίζουμε να σχολιάζουμε κινηματογραφικές ταινίες, αλλά είναι αδύνατον ν' αφεθεί ασχολίαστη η ταινία-ντοκυμανταίρ για τη ζωή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η ταινία γυρίστηκε με δαπάνες του ιδρύματος που φέρει το όνομά του καθώς και της οικογένειάς του. Είναι βέβαια απόλυτα κατανοητή την οικογένεια, που πίεσε όσο λίγοι ώστε να δοθεί το όνομά του στην οδό Ακρωτηρίου στα Χανιά (που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους σε έκταση δρόμους της πόλης) και έχει κάνει μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία αγιοποίησής του, να θέλει να γράψει την ιστορία από τη δική της πλευρά, αλλά κάποια πράγματα δεναλλάζουν: O Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ΔΕΝ ήταν ο καλύτερος Έλληνας πολιτικός και Πρωθυπουργός και πρόσφερε πολύ λιγότερα απ' αυτά που θα μπορούσε να προσφέρει (αν πρόσφερε τίποτα κιόλας - γι' αυτό μπορεί να γίνει μια μεγάλη, ενδιαφέρουσα συζήτηση). Τελεία και παύλα.
Το ερώτημα επομένως είναι ποιους αφορά αυτή η ταινία και σε ποιους απευθύνεται. Παρά την μεγάλη εταιρεία διανομής από πίσω (Feelgood Entertainment) και την μεγάλη προβολή της από τα ελληνικά ΜΜΕ, η ταινία κυκλοφόρησε σε 4 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα, η μία εκ των οποίων στα Χανιά (στην οποία έγινε και η επίσημη πρεμιέρα της). Προφανώς θα γίνουν κάποιες "έκτακτες" και "επίσημες" προβολές, αλλά το μικρό κύκλωμα αιθουσών στο οποίο θα προβληθεί μαρτυράει πολλά. Τα εισιτήρια δε που έκοψε (κάτω από 900) και η ταχύτητα με την οποία βγήκε από τις αίθουσες, μαρτυρούν πολλά. Η δε πιθανότητα να τη δούμε το καλοκαίρι σε κάποιο θερινό σινεμά (και να την χαρούμε με ποπκορν και αναψυκτικό) ελάχιστες. Η όλη προσέγγιση διανομής θυμίζει τις ταινίες υψηλής κουλτούρας που γυρίζονται και τη βλέπουν 50 ή 100 ανθρώπους και που γίνονται ώστε να τσεπώσουν ένα μεροκάματο κάποιοι τεχνικοί και να λέει ο σκηνοθέτης τους ότι έχει γυρίσει x ταινίες. Βέβαια στην πραγματικότητα η ταινία δεν κυκλοφόρησε για να κόψει εισιτήρια, αλλά ως "ιστορική παρακαταθήκη", για όποιον μελλοντικά ενδιαφερθεί για το πολιτικό φαινόμενο "Μητσοτάκης".
Τουλάχιστον δε γυρίστηκε (άμεσα) με δημόσιο χρήμα (έμμεσα είναι πιθανόν γιατί το Ίδρυμα παίρνει μια κάποια χρηματοδότηση από την Βουλή για να παράγει "έργο πολιτισμού"), οπότε τουλάχιστον δεν χρειάζεται να αισθάνομαστε (ως φορολογούμενοι) και ως παραγωγοί/χρηματοδότες της...
Και κάτι τελευταίο: δε θα υπήρχε πρόβλημα αν υπήρχε μια πιο "αντικειμενική" προσέγγιση στο ζήτημα "Μητσοτάκης". Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε μια ταινία για το πως έφτασε από το πλευρό του Παπανδρέου στα μπαλκόνια του "ανένδοτου" στο να μηχανοραφήσει εναντίον του οδηγώντας την χώρα στο χάος και τελικά στην Χούντα, για το πως από μάχιμος Κεντρώος/Νεοφιλελεύθερος πήγε στη ΝΔ (την οποία κατηγορούσε το 1977) ή για το πως έγινε αρχηγός της και τελικά συγκυβέρνησε με τον ΣΥΡΙΖΑ το 1989...Σε μια άλλη ζωή ίσως...
"...ο πολιτισμός είναι το μεγάλο ανεκμετάλλευτο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, που μας επιτρέπει να πετύχουμε διεύρυνση της τουριστικής περιόδου 12 μήνες το χρόνο. Υπάρχουν τεράστια περιθώρια στη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων και στην εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα σε πεδία που, για πολλά χρόνια, τα θεωρούσαμε ταμπού… Δεν έχω τέτοιες αναστολές. Η δουλειά πρέπει να γίνεται. Συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά, όπως στον τομέα του ηλεκτρονικού εισιτηρίου"...
Και φτάνει μια - θεωρητικά- προσεκτικά διατυπωμένη σκέψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να καταλάβει κανείς ότι σ' αυτή την χώρα δεν υπάρχει σωτηρία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το σπάσιμο της δήλωσης του αρχηγού της ΝΔ για να μπορέσουμε και εμείς οι χαζοί να καταλάβουμε τι εννοεί.
1) Σύμφωνα με τον κύριο Μητσοτάκη λοιπόν, ο πολιτισμός της χώρας μας θα "επιτρέψει" τη διεύρυνση της τουριστικής περιόδου 12 μήνες τον χρόνο. Ο κύριος Μητσοτάκης εδώ θα πρέπει να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί: α) τον αρχαίο πολιτισμό; β) τον Βυζαντινό πολιτισμό; γ) τον θρησκευτικό τουρισμό ή δ) τον σύγχρονο πολιτισμό; Χωρίς καμία διάθεση μείωσης για να έρθει κάποιος στην Ελλάδα τον Φλεβάρη θα πρέπει αυτό που ψάχνει να είναι πολύ δυνατό, να του έχει προκαλέσει εντύπωση μεγάλη και να το έχει γνωρίσει καλά. Κάτι τέτοιο προφανώς και δε συμβαίνει με το σύγχρονο πολιτισμό, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες τόσο για τον Βυζαντινό όσο και για το θρησκευτικό (πλην Αγίου Όρους)...Διαφορετικά το ταξίδι είναι πολύ μεγάλο για όσους έρχονται από χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και κατευθύνονται σε περιοχή άλλη από Αθήνα/Θεσσαλονίκη (ταξίδι προς αεροδρόμιο, αναμονή, ταξίδι με το αεροπλάνο, έλεγχος διαβατηρίων, αναμονή, αλλαγή αεροπλάνου, ταξίδι με 2ο αεροπλάνο). Το προϊόν θα πρέπει να είναι προσβάσιμο - κάτι που δε συμβαίνει. Η χώρα μας δεν έχει εθνικό αερομεταφορέα και καμία Ryanair δε θα φέρει τουρίστες απευθείας στους περιφερειακούς προορισμούς αν δεν έχει πολύ σοβαρά οικονομικά κίνητρα ή τουλάχιστον εξασφαλισμένη μεγάλη πελατεία. Από την άλλη η χώρα μας επίσης πλέον δεν έχει τον έλεγχο στα περιφερειακά αεροδρόμια ενώ είναι έτοιμη να ξεπουλήσει και το τελευταίο κομμάτι που διαθέτει στο "Ελευθέριος Βενιζέλος" προκειμένου να βγάλει χρήματα: έτσι δεν μπορεί να υποχρεώσει τους - ιδιωτικούς πλέον - αερολιμένες της να σηκώσουν το κόστος μιας προνομιακής τιμολογικής πολιτικής υπέρ εταιριών που θα "τραβήξει" τις εταιρείες αυτές. Για να δώσει χρήματα το κράτος, δε νομίζουμε να τίθεται θέμα - δεν υπάρχει χρήμα ούτε "για τσιγάρα" που έλεγαν και οι παλιοί. Επομένως είναι τουλάχιστον ουτοπικό να περιμένουμε κάποιον να έρθει στην χώρα μας εκτός σεζόν για να επισκεφτεί ένα μουσείο ή ένα μοναστήρι, ενώ αυτό μπορεί να το κάνει από Απρίλιο/Μάιο εώς Οκτώβρη που ο καιρός είναι καλός και θα μπορεί να κάνει και μια γρήγορη (ή μη) βουτιά στη θάλασσα.
Συμπερασματικά για γίνει διεύρυνση της τουριστικής περιόδου θα πρέπει να υπάρξει στοχευμένη αλλαγή προϊόντος (π.χ. μεγάλη τουριστική προβολή για περιοχές που μπορούν να "σηκώσουν" χειμερινό τουρισμό) και αλλαγή τρόπου σκέψης της διαχείρησης των αναπτυξιακών κονδυλίων που στοχεύουν στον τουρισμό.
2) Μετά ο κύριος Μητσοτάκης αναφέρεται στη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων και πετάει και το αγαπημένο του "τσιτάτο" πέρι εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στη διαχείρισή τους, αναφέροντας ότι δεν έχει "ταμπού". Προφανώς κανείς δεν έχει προσάψει στην οικογένεια Μητσοτάκη κοινωνικο-πολιτικά ταμπού - θα ήταν άδικο με βάση της ιστορία της. Όμως από την άλλη - μια τέτοια δήλωση - είτε υποδηλώνει άγνοια (ήδη έχουμε μεγάλες ιδιωτικές εργολαβίες για τη φύλαξη, τον καθαρισμό, τη διαχείριση κυλικείων κ.ο.κ.) είτε υποδηλώνει κάτι χειρότερο δηλ. διάθεση ξεπουλήματος (μέσω μιας "παραχώρησης για 1019 χρόνια") των αρχαιολογικών χώρων. Ελπίζοντας ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι διαθετημένος να κάνει κάτι τέτοιο (εξάλλου το μόνο πράγμα που έχει μείνει υπό κρατική διαχείριση πλέον πλην τις Βουλής είναι οι αρχαιολογικοί χώροι). Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι (εξάλλου υπάρχει και το προηγούμενο του 2013), αλλά θεωρούμε ότι παρά τις νουθεσίες των ξένων, υπάρχει όριο και στην ξεφτίλα αυτής της χώρας...
Στο μόνο που θα συμφωνήσουμε μαζί του είναι στο ότι "η δουλειά θα πρέπει να γίνεται". Το θέμα όμως είναι να γίνεται προγραμματισμένα και με σωστό πλάνο. Όχι με λόγια του αέρα, τα οποία λέμε για να τα πούμε...
Πέρασαν 39 χρόνια από τον χαμό του Νίκου Ξυλούρη. Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 και απεβίωσε από καρκίνο στις 8 του Φλεβάρη του 1980. Για τον Νίκο Ξυλούρη θα διαβάσετε πολλά: για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για το πως "κλέφτηκε" με τη σύζυγό του Ουρανία αφού οι γονείς της δεν τον ήθελαν, για τα πρώτα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, για το πως άρχισαν οι επιτυχίες, για τη γνωριμία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, για την καταξίωση αλλά αργότερα το πως το κοινό του γύρισε "την πλάτη", τον καρκίνο και τον πρόωρο χαμό του.
Όλα αυτά είναι γνωστά. Ο λόγος όμως που γράφουμε σήμερα για τον Νίκο Ξυλούρη είναι για να τονίσουμε κάτι άλλο: Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν ένας τραγουδιστής που τραγούδησε μεγάλα τραγούδια, μίλησε στην ψυχή των σκεπτόμενων Ελλήνων σε μια δύσκολη εποχή αλλά κυρίως στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Δε γονάτισε, δεν υπέκυψε, δεν τραγούδησε σε "χουντοπανηγύρια", ενώ δεν ύμνησε τους δικτάτορες.
Αυθόρμητα μπήκε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου και τραγούδησε μαζί με τους φοιτητές, συνειδητά συμμετείχε στην παράσταση "Το Μεγάλο μας Τσίρκο" με τους χουντο-αστυφύλακες να παρακολουθούν κάθε του κίνηση: δεν το έπαιζε ήρωας, ούτε αντιστασιακός. Ήταν όμως δημοκράτης, (άξιος συνεχιστής της παράδοσης που θέλει τους Κρητικούς να είναι δημοκράτες) και η κατάσταση που επικρατούσε τον έπνιγε. Βγήκε μπροστά λοιπόν και μαζί με τους "ολίγους" σήκωσε το λάβαρο της αντίδρασης.
Το παράδειγμά του δεν το ακολούθησαν πολλοί καλλιτέχνες αν και θα μπορούσαν. Ο Οικονομίδης (ο μεγαλύτερος κονφερασιέ της εποχής) έγραψε μαζί με τον Γιώργο Κατσαρό τον ύμνο της Χούντας. Η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μαρινέλλα, ο τραγουδιστής ο Γιάννης Βογιατζής, ο Κώστα Βουτσάς, ο Γιάννης Πουλόπουλος, οι πολυαγαπημένοι μας Νίκος Σταυρίδης και Ντίνος Ηλιόπουλος, η Τζένη Βάνου, ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Τώνης Μαρούδας, ο Γιώργος Ζαμπέτας, όλοι σχεδόν οι τραγουδιστές του "ελαφρού" ρεπερτορίου τραγούδησαν στις επετειακές "χουντό-γιορτές". Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (ναι - ο μεγάλος Γρηγόρης, ο τραγουδιστής των επικών τραγουδιών του Μίκη), από "Γρηγόρης της Ελλάδας" έγινε ο "Γρηγόρης της Χούντας". Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδούσε τον ύμνο της Χούντας στις κλειστές γιορτές των δικτατόρων, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη διασκέδαζε με τον αρχηγό της τότε ΚΥΠ Ρουφογάλη.
Είχαν ανάγκη όλοι να το παίξουν "καλοί" με το καθεστώς; Ηθοποιοί και τραγουδιστές καταξιωμένοι και "ασφαλείς" λόγω της δημοφιλίας τους; Όχι. Μπορεί να έχαναν κάποιες δουλειές αλλά δύσκολα θα έτρωγαν ξύλο ή θα έμπαιναν φυλακή. Παρόλα αυτά όμως το έκαναν αν και έβλεπαν την καταπίεση και την καταστροφή που προκαλούσαν οι δικτάτορες.
Την διαφορά την έκαναν λίγοι - όπως συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις. Και ο Νίκος ο Ξυλούρης (που δε σπούδασε, δεν ήταν τόσο διαβασμένος, που είχε μικρά παιδιά, που πάλευε για να εξασφαλίσει την οικογένειά του) ήταν ανάμεσα σ' αυτούς τους λίγους.
Και μετά ήρθε η Μεταπολίτευση. Και όλοι αυτοί οι σπουδαίοι (πέραν από κάθε ειρωνία) καλλιτέχνες, βγήκαν "άσπιλοι και αμόλυντοι" στην κοινωνία, συνέχισαν να έχουν προσβάσεις - όπως είχαν και επί Χούντας - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (όπως του Γιώργου Οικονομίδη και κάποιων ερμηνευτών του "ελαφρού"). Και σιγά-σιγά αυτοί που έκαναν τη διαφορά και κράτησαν τη σημαία ψηλά για το συνάφι τους, όπως ο Νίκος Ξυλούρης, μπήκαν στο περιθώριο.
Βέβαια ο "Αρχάγγελος της Κρήτης" δικαιώθηκε σε βάθος χρόνου. Λίγοι μπορούν να τον κατηγορήσουν γι' αναντιστοιχία λόγων και έργων. Ο κόσμος τον αγάπησε και τον θυμάται ακόμα και σήμερα - 37 χρόνια μετά, άσχετα αν τον είχε ξεχασμένο στις δύσκολες στιγμές των νοσοκομείων.
Οι λίγοι που τον γνώρισαν προς το τέλος της ζωής του, μπορούν να πουν ότι είχε μια πίκρα, γιατί δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη ποτέ (το ντοκυμανταίρ που παραθέτουμε παρακάτω το δείχνει αυτό ξεκάθαρα): όχι γιατί ήταν εκδικητικός αλλά γιατί είχε την παλιά αντίληψη που υπήρχε στην Κρήτη, η οποία υποστήριζε με απλά λόγια ότι τα πράγματα πρέπει να μπαίνουν στη θέση τους και ο καθένας θα πρέπει να λαμβάνει κάτι ανάλογο με τα όσα έκανε στη ζωή του. Αυτό δεν έγινε ποτέ βέβαια στην χώρα μας, κάτι για το οποίο πληρώνουμε ακόμα και σήμερα...
Ο Νίκος Ξυλούρης βέβαια παραμένει το καλό παράδειγμα για όλες τις επόμενες γενιές. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων...
Είναι από τις ιδέες που ακούγονται καλές, αλλά που για να γίνουν πράξη χρειάζεται δουλειά. Και εκεί ακριβώς, η μετουσίωση της ιδέας σε πράξη, είναι το βασικότερο πράγμα στο οποίο χολώνουμε στην Ελλάδα.
Δεν ξέρουμε ακριβώς από το που ξεπετάχτηκε η ιδέα. Μπορεί να τη σκέφτηκαν τα παιδιά στην πλατεία. Μπορεί μια παρέα εθελοντών στην Λέσβο. Μπορεί κάποιοι σοβαροί καθηγητές στην Αθήνα - αρκετά μακρυά από τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά η ουσία είναι μία: το σκεφτήκαμε μόνοι μας. Είπαμε δηλαδή: "τόσοι και τόσοι άσχετοι έχουν πάρει Νόμπελ Ειρήνης. Γιατί να μην το πάρουν Έλληνες, που να το αξίζουν κιόλας;" Γιατί σίγουρα, αν φέτος αξίζουν κάποιοι Νόμπελ Ειρήνης είναι όλοι αυτοί οι κάτοικοι του Αιγαίου που σήκωσαν το βάρος ενός απίστευτα μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος, για το οποίο σε τελική ανάλυση ούτε ευθύνονται, ούτε έχουν τη δυνατότητα να σηκώσουν. Δεν είναι βέβαια όλοι οι κάτοικοι του Αιγαίου ήρωες (εκτός και αν η χρέωση 5 ευρώ για τη φόρτιση του κινητού ενός πρόσφυγα μπορεί να χρεωθεί ηρωϊκή ενέργεια). Αλλά πολλοί απ' αυτούς είναι.
Όμως στην προέλευση της ιδέας, βρίσκεται το πρώτο πρόβλημα: οι επιτυχημένες υποψηφιότητες για τα Νόμπελ (και ειδικά το Νόμπελ Ειρήνης), ποτέ μα ποτέ δεν προέρχονται από την ίδια την χώρα στην οποία θα καταλήξουν. Εκτός βέβαια και αν σ' αυτήν την χώρα κατοικούν ή από αυτή την χώρα προέρχονται κάποιοι που έχουν σοβαρή επιρροή στους κύκλους που παίρνουν τις αποφάσεις ή αν αυτοί που τη συνέλαβαν ξέρουν εκείνους που μπορούν να επηρεάσουν καταστάσεις. Δυστυχώς όμως στην περίπτωση των ηρώων του Αιγαίου ούτε η μία προϋπόθεση καλύφθηκε αλλά ούτε η δεύτερη.
Αντ' αυτού οι εμπνευστές της ιδέας ξεκίνησαν μια συλλογή διαδικτυακών υπογραφών στο Avaaz, από τις χιλιάδες που υπάρχουν και τις οποίες κανείς - μα πραγματικά κανείς - ποτέ δεν ακούει, όπως δηλαδή περίπου συμβαίνει και με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Εκεί κάπου - όπως συμβαίνει στην Ελλάδα - κάποιοι ξύπνησαν, είδαν την ευκαιρία και το ηρωϊκό στοιχείο της υπόθεσης και άρχισαν να πραγματοποιούν σούσουρο. Μπακαλίστικα, τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια, ζήτησαν από το κοινό τους να υπογράψουν, ξεκινώντας μια σταυροφορία για τη συλλογή υπογραφών. Δηλαδή Έλληνες ζήτησαν από άλλους Έλληνες να υπογράψουν για να πάρουν Έλληνες το Νόμπελ. Καμία κινητοποίηση στο εξωτερικό, πέραν από "φίλους-φίλων" και ορισμένα δίκτυα υποστήριξης που όντως πήραν την ιδέα ζεστά.
Και ενώ η συλλογή των υπογραφών ήταν ήδη σε εξέλιξη και η προθεσμία πλησίαζε προς το τέλος της, το ελληνικό κράτος - κινητοποιημένο από μια παρέα Ελλήνων καθηγητών (άξιων επιστημόνων αλλά με μικρό ως μέτριο εκτόπισμα διεθνώς) αποφάσισε ότι ναι μεν αυτή είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν είχε πολλές ελπίδες, αφού το γενικό "οι ήρωες του Αιγαίου" τους φάνηκε πολύ γενικό. Έτσι προχώρησε ένα βήμα παραπέρα (ακυρώνοντας ουσιαστικά τη συλλογή υπογραφών αφού αυτή υποστηρίζει κάτι τυπικά διαφορετικό απ' ότι προτείνει επισήμως η χώρα μας), προτείνοντας συγκεκριμένα πρόσωπα. Την ίδια στιγμή αμέλησε να κινητοποιήσει την ελληνική διασπορά (μέσω συλλόγων, προσωπικών γνωριμιών, πρεσβειών κ.ο.κ.), ενώ θα μπορούσε να ζητήσει από τους απανταχού Έλληνες να χρησιμοποιήσουν με τη σειρά τους, το εκτόπισμά τους και (κυρίως) την επιρροή τους σε ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς κύκλους, αφήνοντάς την υπόθεση στην καλή θέληση του καθενός (και στην τύχη).
Θα μπορούσε να κάνει και τα δύο, όπως θα μπορούσε να ξεκινήσει την όλη διαδικασία νωρίτερα (ώστε να έχει χρόνο να προχωρήσει τα πράγματα - όπως κάνουν όλες οι χώρες που πραγματικά θέλουν Νόμπελ) - αλλά όχι. Εδώ δεν υπάρχει χρόνος να κυβερνήσει και να λύσει τα προβλήματα της καθημερινότητας...Με το Νόμπελ θ' ασχοληθεί; Αντ' αυτού προτίμησε να κάνει την κίνηση-ματ (κατά την ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ή κίνηση Καραγκιόζ-μπερντέ κατ' εμάς): πρότεινε δύο Έλληνες (στο πρόσωπο των οποίων τίμησε τους ανώνυμους Έλληνες κατοίκους των νησιών) και την ηθοποιό Σούζαν Σάραντον, γνωστή ακτιβίστρια η οποία "υποδέχτηκε πρόσφυγες και μετανάστες που έφταναν στις ακτές της Λέσβου, ενώ επισκέφθηκε και τους πρόσφυγες στα κέντρα φιλοξενίας στην Αθήνα." Το έκανε για βδομάδες; Όχι. Για μέρες; Ούτε. Για μια μέρα; Ναι. Μια ολόκληρη μέρα το έκανε. Άοκνα και μπράβο της. Και αυτό αξίζει Νόμπελ για τους εμπνευστές της ιδέας.
Βέβαια να είμαστε σοβαροί: οι άνθρωποι ξέρουν (ή ελπίζουμε να γνωρίζουν) ότι υπάρχουν άνθρωποι που ήρθαν από την άκρη του κόσμου και είναι πραγματικοί εθελοντές, που δουλεύουν απλήρωτοι με διάθεση προσφοράς. Αυτοί θα ήταν άξιοι συμμέτοχοι της υποψηφιότητας. Αλλά παρόλα αυτά τους παρέκαμψαν, γιατί η Σούζαν Σάραντον είναι μια καλή ηθοποιός, αριστερών πεποιθήσεων, παγκοσμίως γνωστή και συχνά υποστηρίζει αγαθούς σκοπούς...Δεν μπορεί θα τσιμπήσουν οι κύριοι της Ακαδημίας...Κλασσική χατζηαβάτικη λογική αρπαχτής που χαρακτηρίζει το λαό μας, όταν βαριέται να δουλέψει πραγματικά.
Θα ρωτήσετε: μα δεν υπήρχαν άνθρωποι εκτός Ελλάδος που υποστηρίζουν την υποψηφιότητα; Σίγουρα υπάρχουν. Αλλά εμείς δε γνωρίζουμε τα ονόματά τους (αν και διαβάσαμε στα δελτία τύπου ότι την υποψηφιότητα την υποστηρίζουν "100 παγκοσμίου φήμης προσωπικότητες") και μαζί με μας κανείς που διαβάζει τα μεγάλα ειδησεογραφικά sites και τις μεγάλες εφημερίδες του υπόλοιπου πλανήτη. Η υποψηφιότητα δε προβλήθηκε σοβαρά σε κανένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι της Ευρώπης ή της Αμερικής. Τα ονόματα των προσωπικοτήτων έχουν μείνει επτασφράγιστα μυστικά. Για να μην τους ματιάσουν; Ίσως. Εκτός βέβαια και αν οι ανώνυμοι υποστηρικτές δρουν υπογείως. Αν είναι έτσι βγάζουμε το καπέλο στους κύριους που σκέφτηκαν την κυρία Σούζαν Σάραντον, σαν μπαλαντέρ.
Και όχι τίποτε άλλο...Αλλά οι "ήρωες του Αιγαίου" το αξίζουν το Νόμπελ...Μακάρι να διαψευστούμε πανηγυρικά - πραγματικά το ευχόμαστε - αλλά δυστυχώς στα τόσα και τόσα είμαστε "τσαπατσούληδες", σε μια υποψηφιότητα Νόμπελ θα κολλούσαμε;
Κάποιοι στην κυβέρνηση το έχουν χάσει τελείως. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις κόκκινες γραμμές που γίνονται ροζ μετά από δύο πλύσεις, στους μετανάστες που "λιάζονται" ή ακόμα και στην πρόταση Καμμένου για νατοϊκή βάση στο Αιγαίο, με σκοπό την αποτροπή των Τούρκων (λες και οι Τούρκοι δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ και δεν θα πατήσουν έτσι πόδι σε ελληνικό έδαφος και μάλιστα αναίμακτα).
Στα παραπάνω έχουμε να προσθέσουμε και τα λεγόμενα του κ. Ξυδάκη, αρμόδιου υπουργού στα θέματα πολιτισμού, για τα γλυπτά του Παρθενώνα: "Δεν μπορώ να απορρίψω το ενδεχόμενο δανεισμού αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ και προκαταβολικά χωρίς να ξέρω ποιο είναι το περιβάλλον και οι συνθήκες αυτής της σύμβασης". Παρακάτω προσθέτει και το γνωστό τσιτάτο "Τα Μάρμαρα δεν είναι των Ελλήνων είναι παγκόσμια" και το θέμα λήγει αφού αναφέρει ότι η λύση της προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο αποκλείεται πλέον ως λύση.
Από την ημέρα που η Μελίνα Μερκούρη δημόσια ξεκίνησε ουσιαστικά την εκστρατεία της επιστροφές των Μαρμάρων του Παρθενώνα, στις αρχές της δεκαετίας του '80, δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη υποχώρηση στις ελληνικές θέσεις από αυτήν. Και εξηγούμαστε: η πάγια θέση της χώρας μας μέχρι σήμερα είναι ότι: α) τα Μάρμαρα είναι κλεμμένα, β) τα Μάρμαρα ανήκουν στον Παρθενώνα, γ) τα Μάρμαρα πρέπει να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα και κάθε ιδέα δανείου απορρίπτεται γιατί έτσι αποδεχόμαστε ότι το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς είναι παγειωμένο (δηλ. ανήκουν στο Βρεταννικό Μουσείο).
Μπορεί επομένως η κίνηση της κλήσης της κ.Αλαμουντίν (μετά τις περίφημες δηλώσεις Κλούνεϊ) από την προηγούμενη κυβέρνηση να ήταν καθαρά ψηφοθηρική, δεν παύει όμως να ήταν σε συνέχεια των πάγιων ελληνικών θέσεων και σε αντίδραση του αδιεξόδου που υπάρχει στο θέμα, εδώ και καιρό - αφού οι όποιες παρεμβάσεις από μέρους διεθνών προσωπικοτήτων, οργανισμών και η επίκληση δημοσκοπήσεων στην Αγγλία, έχουν κάνει προφανώς τον κύκλο τους χωρίς αποτέλεσμα.
Τώρα ο κ. Ξυδάκης μας φέρνει σε μια πραγματικότητα, που μάλλον αντικατοπτρίζει μια στάση που ετοιμάζεται να πάρει η χώρα μας και στο θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου: παραπομπή στο μέλλον ή στην καλύτερη περίπτωση μια υποχώρηση με αποδοχή μιας λύσης που φέρνει τον υπόχρεο σε πλεονεκτική θέση.
Δε γνωρίζαμε την Μελίνα Μερκούρη προσωπικά αλλά η στάση της στο θέμα ήταν αδιαπραγμάτευτη - "τα Μάρμαρα πρέπει να γυρίσουν σπίτι τους", πάση θυσία. Πράγμα που το εξέφραζε απλά και ανοιχτά όπως όλοι θυμόμαστε:
Η εκστρατεία που ξεκίνησε είχε στάδια και νόημα: α) ανακίνηση του θέματος με ανοιχτό διάβημα, β) δημιουργία κλίματος υποστήριξης στο εξωτερικό, γ) κατάρριψη των Βρετανικών επιχειρημάτων (π.χ. "δεν υπάρχει Μουσείο για να τα στεγάσει" - δημιουργήθηκε, "εμείς τα προσέχουμε καλύτερα" - ψέμα αφού τα τρίβαμε με μπατανόβουρτσες), δ) διαμεσολάβηση διεθνών οργανισμών και ε) προσφυγή στη διαιτησία.
Εμείς έχοντας κάνει όλα αυτά, φτάνουμε στο σήμερα - ένα βήμα πριν το τέλος. Και η μοίρα τα φέρνει να υπάρχει μια αριστερή κυβέρνηση - ιδανική υποτίθεται για ρήξεις και διεθνείς διεκδικήσεις, αφού δεν έχει τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς των "άλλων". Και αντί να φέρει ανοιχτά στο τραπέζι τα θέματα που έχουμε, ώστε να κλείσουν μια καλή, τα παραπέμπουμε "στο μέλλον", αφήνοντας ένα παράθυρο για "δάνεια". Είναι δηλαδή σαν να έρθει κάποιος στο σπίτι μας τον καιρό που λείπουμε, να μας κλέψει και μετά εμείς να δανειστούμε τα κλοπιμαία για να τα έχουμε σε μια γιορτή που ετοιμάζουμε - πληρώνοντας δάνειο ή υπογράφοντας ένα χαρτί ότι θα τα επιστρέψουμε στους κλέφτες. Και αυτό να μας το προτείνει κάποιος που μιλάει για αγώνες και γι' ανάγκη δικαίωσης όλη του τη ζωή...Αν αυτό φαντάζει λογικό και δίκαιο, τότε εμείς δεν έχουμε κάτι παραπάνω να προσθέσουμε...
Διαβάζουμε στο "Ποντίκι" με αφορμή τους εθελοντές που ζητάει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τις απαιτήσεις που εγείρει αυτό προς αυτούς: "...Ο εθελοντής θα εργάζεται όπου του ζητηθεί, χωρίς καμία χρηματική
ανταμοιβή πέραν δωρεάν εισιτηρίων για συγκεκριμένες παραστάσεις του ΚΘΒΕ
που θα παίζονται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα προσφέρει τις
υπηρεσίες του δωρεάν»… Οι διαγωνιζόμενοι, μεταξύ των άλλων, καλούνται να γνωρίζουν και ξένες γλώσσες, πράγμα που θα… συνεκτιμηθεί!
Τζάμπα εργασία και με αξιολογικά κριτήρια, για να είμαστε και δίκαιοι.
Ιδού τι πρέπει να επιδείξουν οι τυχεροί που θα αξιολογηθούν: 1. Συνέπεια και ευγένεια προς τους υπαλλήλους του ΚΘΒΕ, τους λοιπούς εθελοντές και τους θεατές των παραστάσεων του ΚΘΒΕ. 2.Δεξιότητες επικοινωνίας. 3. Συνεργασία με τους υπόλοιπους εθελοντές και το προσωπικό του ΚΘΒΕ. 4. Καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Θα συνεκτιμηθεί η γνώση άλλων γλωσσών.5. Γνώση χρήσης νέων τεχνολογιών θα συνεκτιμηθεί. 6. Ευπρεπή εμφάνιση και κόσμια συμπεριφορά."
Στην εποχή λοιπόν που η ανεργία χτυπάει κόκκινο, το ΚΘΒΕ ακολουθώντας τη γραμμή Λοβέρδου (που ψάχνει "εθελοντές" εκπαιδευτικούς να καλύψουν τα σχολικά κενά δωρεάν, για να μπορεί αυτός και η παρέα του να έχουν καμία 30αριά αποσπασμένους στο γραφείο του να του κάνουν αέρα - θυμηθείτε την πρακτική αυτή εδώ), ζητάει μορφωμένους εθελοντές που θα κάνουν τα πάντα χωρίς συζήτηση με αντάλλαγμα δωρεάν εισιτήρια για "επιλεγμένες" παραστάσεις της κρατικής αυτής σκηνής.
Τα ερωτήματα βέβαια πολλά...Είναι θεμιτό ένας κρατικός οργανισμός να ζητάει εθελοντές για να καλύψει τις ανάγκες του; Δεν μπορεί να προχωρήσει σε προσλήψεις συγκεκριμένης περιόδου ή με ανακατανομή προσωπικού; Ναι μεν είναι φορέας πολιτισμού, αλλά δεν είναι φιλανθρωπική οργάνωση που να δικαιολογεί πραγματικά το να ζητάει εθελοντές: έχει στελέχη που πληρώνονται, έχει έσοδα από διάφορες πηγές. Θα πρέπει λοιπόν να καλύψει τις ανάγκες του, πληρώνοντας.
Η λογική της τζάμπα εργασίας είναι αρρώστια της εποχής μας - που μετά το Μνημόνιο διογκώθηκε. Έτσι από τους τους "εθελοντές-κορόιδα" των Ολυμπιακών (που δούλευαν δωρεάν ενώ υπήρχαν μικρομεσαίοι υπάλληλοι των 1200-1500 ευρώ που έκαναν τα ίδια αλλά δεν ήταν τόσο τυχεροί ώστε να έχουν κάποιο γνωστό να τους "βολέψει") φτάσαμε στο να έχουμε "υπό δοκιμή" (και απλήρωτους) εργαζομένους σε καφέ και καταστήματα που τους διώχθουν όταν έρχεται η ώρα να τους πληρώσουν και τους προσλάβουν, πήγαμε στη φαεινή ιδέα του κυρίου Λοβέρδου (αλήθεια δικαιολογείται η πληρωμή του για να λέει τα όσα λέει) και έχουμε τώρα και το ΚΘΒΕ...Και έχουμε να δούμε και ν' ακούσουμε πολλά παρόμοια ακόμα...
Δεν ξέρουμε τι μπορεί να καταφέρει η "εθνική ανάταση" που προσπαθεί να πετύχει η κυβέρνηση διαφημίζοντας ανασκαφές και θαλάσσιες έρευνες σε αρχαία ναυάγια, αλλά το καλύτερο που μπορεί να κάνει σ' αυτούς που σκέφτονται και ακόμα χρησιμοποιούν το μυαλό τους είναι να προκαλέσει θλίψη.
Θλίψη γιατί το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σαν έθνος είναι να γυρίσουμε χιλιάδες χρόνια πριν και να στραφούμε στους αρχαίους, όχι για να χρησιμοποιήσουμε τα ιστορικά μαθήματα και τη σοφία που απλόχερα μας χάρισαν, αλλά για να πάρουμε λίγη λάμψη για τη δική μας πνευματική και πολιστική ένδοια.
Προφανώς και το να βρεθούν πολιστικοί θησαυροί από την αρχαιότητα είναι σπουδαίο, αλλά μήπως εξίσου σπουδαίο δε θα ήταν το να προστατεύονται τα μουσεία μας και να δίνονται χρήματα γι' ανασκαφές ούτως ή άλλως; Προφανώς και το να βρεθεί ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή της Ρωξάνης είναι σπουδαίο γεγονός αλλά αυτό χρειάζεται πραγματικά για να δείξει την "ελληνικότητα" των Μακεδόνων; Το ότι μιλούσαν ελληνικά, είχαν την ίδια θρησκεία και ήθη, συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες και συστρατεύτηκαν σε κοινούς (εθνικούς με τη σημερινή έννοια) αγώνες, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Έλληνες δεν αρκεί;
Και βέβαια καλή η αρχαιότητα αλλά μήπως εμείς ως απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, δεν θα έπρεπε να δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση και σημασία στην παιδεία; Τι έχουμε προσφέρει αλήθεια ως έθνος και σα λαός (προερχόμενος εντός των συνόρων - γιατί οι Έλληνες εκτός μετράνε σαν DNA της φυλής) στον παγκόσμιο πολιτισμό, τις επιστήμες και τα γράμματα, σε επίπεδα που να μπορούν "μιλήσουν" στον μέσο Ευρωπαίο; Όταν δεν μπορούμε να στηρίξουμε τη γλώσσα μας και δουλέψουμε, πηγαίνοντας τα επιτεύγματα των Αρχαίων ένα βήμα παραπέρα, τι απαιτήσεις μπορούμε να έχουμε από τους άλλους, που προφανώς κοιτούν το δικό τους συμφέρον και μας έχουν σαν ιστορική δικαιολογία σε μια ένωση που λίγους ωφέλησε πραγματικά και από πολλούς αφαίμαξε;
Μακάρι λοιπόν να βρεθούν θησαυροί, να καλύψουμε τα κενά της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, ν' ανασκαφούν οι αρχαίες πόλεις και τα ναυάγια...Αλλά μήπως παράλληλα η κυβέρνηση αντί να περιμένει από τον Μ.Αλέξανδρο ν' αναστηθεί και τον Σοφοκλή να φωνάξει από τα βάθη της ιστορίας, θα πρέπει να προσέξει και τους σημερινούς Έλληνες; Μήπως θα πρέπει αντί ο Πρωθυπουργός να κάνει φωτογραφίσεις με εθνικές ομάδες και μπροστά από τις ανασκαφές - παριστάτοντας το σοβαρό και το "γνώστη" του αντικειμένου - να ασχοληθεί και λίγο με το λαό που - καλώς ή κακώς - τον ψήφισε;
Και βέβαια, μήπως θα πρέπει να προσέξει και τα ήδη γνωστά αρχαία, αντί να τα βγάζει στο σφυρί - προς πώληση - όπως κάνει με τις Θερμοπύλες και τ' αρχαία στην περιοχή της Βουλιαγμένης;
Ο καινούργιος τηλεοπτικός χειμώνας δε θα φέρει μόνο καινούργιες σειρές, μεταδόσεις Champions League και μουσικά ρεάλιτι. Φέρνει και τις "πολιτικές" εκπομπές, αυτές που περιμένει πως και πως η κυβέρνηση για να βρει αποκούμπι, στο δύσκολο χειμώνα που θα έρθει. "Βασιλιάς" των εκπομπών αυτών (ή "χαλίφης" αν προτιμάται) είναι ο Γιάννης Πρετεντέρης. Με θρησκευτική ευλάβεια στηρίζει το έργο της κυβέρνησης από την αρχή της κρίσης, επιλέγοντας προσεκτικά καλεσμένους που θα μπορούν να φέρουν εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο. Οι "αντίθετοι" πάντα υπάρχουν φυσικά, μόνο και μόνο για να αντιμετωπιστούν ως "περιθωριακοί" και "γραφικοί", έχοντας απέναντι τους τις "ορδές των φιλομνημονιακών Ούνων" που έχει προσκαλέσει ο μέγας Μάγειστρος Πρετεντέρης. Το άρθρο του Γ. Αναδρανιστάκη από την "Αυγή" είναι αφιερωμένο εξ ολοκλήρου σ' αυτόν:
"Ευτυχώς που βγήκε το δελτίο τύπου, γιατί τα φίδια που με ζώνανε από
καιρό είχαν αρχίσει να αραδιάζουν τα αυγά τους στο τριχωτό της κεφαλής
μου. Την επόμενη Δευτέρα επιστρέφει- επιτέλους!- η «Ανατροπή» του Γιάννη
Πρετεντέρη κι όπως μας πληροφορεί το δελτίο, εντός τους έτους θα
κλείσει τις 500 εκπομπές. Χριστέ κι Απόστολε! Σε λίγο θα κυκλοφορούν
ανάμεσά μας άνθρωποι που θα έχουν δει πεντακόσιες εκπομπές του
Πρετεντέρη! Όντα απόκοσμα, παραλοϊσμένα, με χαίνουσες πληγές στην ψυχή
και στο σώμα. Στην Κρήτη λένε ότι, αν μάθεις απέξω τον «¨Ερωτόκριτο»,
παίρνεις για πάντα τα βουνά. Στην Αθήνα λένε ότι, αν δεις πεντακόσιες
«Ανατροπές», ψηφίζεις για πάντα Νίκο Μπίστη.
Να γυρίσει ο Γιάννης για να βρει ένα μέρος να πηγαίνει ο Βορίδης τα
δευτερόβραδα. Τρεις μήνες γυρνάει ανέστιος ο δελφίνος, σαν τις Ερινύες
τον κυνηγούν τα στερητικά σύνδρομα, σπρώχνοντας τον σε ακραίες
συμπεριφορές. Παραφρόνησε από τη στέρηση ο υπουργός και θερίζει ό, τι
βρει μπροστά του, μαστογραφίες, μαγνητικές, τεστ- παπ, μέχρι και στη
δακτυλοσκόπηση του προστάτη έβαλε φραγή. Λίγο ακόμη να αργούσε η
«Ανατροπή», θα μας έκοβε και τους καθετήρες.
Να γυρίσει ο Γιάννης, για να ξανακουστεί ο φιμωμένος Θεόδωρος Πάγκαλος.
«Γμτ... κέρατο σας μ@λ@κες, να σας κοπεί ο αναπαραγωγικός μυς, να
πιάσει φωτιά η απόληξη του παχέως εντέρου σας!» και άλλα παρόμοια, που
κάποτε θα διδάσκονται στα πανεπιστήμια της αλλοδαπής ως υπόδειγμα ήπιου
πολιτικού λόγου. Να βγει η Σώτη Τριανταφύλλου από την οθόνη σαν το
κοριτσάκι του "The Ring" και να μας τραβήξει το αυτί από τη ρίζα: «Αν
ψηφίσετε, λαϊκάντζες, τους λαϊκιστές, θα επιστρέψουμε στην εποχή των
ανθρωποθυσιών και της ανθρωποφαγίας. Θα μας φάνε τα σπλάχνα, δηλαδή».
Να γυρίσει ο Γιάννης, για να βγει ο Βενιζέλος να μας πει ότι κουβαλάει
τον σταυρό του μαρτυρίου, με την ίδια άνεση που εμείς κουβαλάμε τα
σταυρουδάκια της βάφτισης. Να βγει ο Ψαριανός να δηλώσει ότι ο Κουβέλης
είναι ένα τελειωμένο ραμολί, παρόλα αυτά θα ήταν ένας υπέροχος Πρόεδρος
της Δημοκρατίας. Να βγούνε οι θεατράνθρωποι για να πούνε ότι η κρίση δεν
είναι οικονομική, είναι πολιτιστική κι ότι εντέλει υπεύθυνη για όλα
είναι η νεοελληνική decadence. Τι ακριβώς είναι η νεοελληνική decadence
δεν το γνωρίζω, νομίζω όμως ότι δεν το γνωρίζουν ούτε οι θεατράνθρωποι.
Πριν απ' όλους αυτούς, όμως, πρέπει να βγει στην «Ανατροπή»¨ο
Θεοδωρικάκος της GPO, γιατί το πράγμα με τις δημοσκοπήσεις έχει ξεφύγει
εντελώς. Δείχνουνε τον ΣΥΡΙΖΑ τέσσερις, πέντε, έξι μονάδες μπροστά,
δείχνουνε τριάντα μονάδες διάφορα στην παράσταση νίκης, δείχνουνε ότι ο
Σαμαράς χάνει ακόμη και σε εκείνο το ανόητο ερώτημα περί πρωθυπουργικής
καταλληλότητας. Να βγούνε ο Θεοδωρικάκος με τον Πρετεντέρη να βάλουν τα
πράγματα στη θέση τους. Στα όρια του στατιστικού λάθους (+-15%) είναι η
διαφορά, γατάκια. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει κανέναν, «Οι ανακοινώσεις του
Τσίπρα είναι ξετσίπωτα ψέματα και να τον αλείψουμε με πίσσα και πούπουλα
και την πίσσα να την αγοράσουμε από τον Μπόμπολα», απάντησε το 123% του
δείγματος. Ναι, ρε, ήταν τόσο σφοδρό το αντιτσιπρικό μένος που
αναγκαστήκαμε να φέρουμε δείγμα και από το εξωτερικό.
Κλείνουμε με μία αποκάλυψη: Η «Ανατροπή» του Γιάννη Πρετεντέρη θα
ξεκινήσει οσονούπω διεθνή καριέρα. Θα προβάλλεται στο Αμερικάνικο Animal
Planet, στην ενότητα "Αγέλες θηρίων από κάθε γωνιά του πλανήτη".