Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Η ελληνική στεγαστική κρίση, η "Χρυσή Βίζα" και το Airbnb

 Η στεγαστική κρίση αποτελεί μαζί με την ακρίβεια, την κατάρρευση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας και το δημογραφικό αποτελεί ένα από τα πέντε σημαντικότερα προβλήματα της χώρας - έχοντας μάλιστα σημαντική σύνδεση με το δημογραφικό. Τα αίτια της στεγαστικής κρίσης δεν είναι απλά αν και η βασική πηγή του προβλήματος είναι η "χρυσή βίζα", ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια και η εισαγωγή του στην ελληνική νομοθεσία, συνδέθηκε με την άνοδο του βραχυχρόνιας μίσθωσης - αλλά όχι μόνο: Όταν το ενοίκιο για ένα 3άρι πλέον κοστίζει 900 ευρώ το μήνα στις τουριστικές επαρχιακές πόλεις, τα αίτια είναι σίγουρα βαθύτερα. Ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας γράφει αναλυτικά για το φαινόμενο:

Οι στεγαστικές κρίσεις είναι χαρακτηριστικό του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Μόλις την περασμένη εβδομάδα οι Ταϊμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν ότι η πόλη αντιμετωπίζει τη χειρότερη στεγαστική κρίση των τελευταίων 50 ετών, με το ποσοστό των διαθέσιμων ενοικιαζομένων ακινήτων να πέφτει στο εξαιρετικά χαμηλό 1,4% το 2023. Αναπόφευκτα τα ενοίκια και οι τιμές των κατοικιών έχουν σκαρφαλώσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Στο Λονδίνο τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα και η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη στο Παρίσι.

Προφανώς υπάρχουν κοινά αίτια που αντανακλούν τη χρηματιστικοποίηση της στέγασης στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Συγκεκριμένα, τα σπίτια έχουν μετατραπεί σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που προσελκύουν τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς, οι οποίοι ενισχύουν τη στεγαστική κερδοσκοπία κυρίως μέσα στη μεσαία τάξη. Το κράτος, εν τω μεταξύ, αποχωρεί από την παροχή δημόσιας κατοικίας. Αλλά η κατοικία δεν είναι ένα κανονικό εμπόρευμα. Πρώτον, η πλειονότητα των εργαζομένων αναζητά συνήθως μια στέγη πάνω από το κεφάλι της και όχι κέρδη. Δεύτερον, η αγορά κατοικία αφορά κυρίως το υπάρχον απόθεμα και όχι τη ροή νεόδμητων κατοικιών. Κατά συνέπεια, η αγορά κατοικίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στους κανονισμούς, τους νόμους και τις παραδοσιακές πρακτικές κάθε χώρας. Με την ίδια λογική, η χρηµατιστικοποίηση της στέγασης διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα.

Η Ελλάδα αποτελεί ένα πρωτοφανές πρόσφατο παράδειγμα στεγαστικής κρίσης. Τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (κάτω των 5 ετών) στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 13% σε σχέση με το 2022. Οι τιμές των παλαιότερων διαμερισμάτων (άνω των 5 ετών) αυξήθηκαν κατά 16%. Τα ποσοστά ήταν ακόμη υψηλότερα στη Θεσσαλονίκη: 16% για τα νέα και 17% για τα παλαιότερα διαμερίσματα. Οι αυξήσεις αυτές ήρθαν να προστεθούν στη σημαντική άνοδο κάθε χρόνο από το 2018. Ο κοινωνικός αντίκτυπος είναι τεράστιος και καταστροφικός. Η Ελλάδα έχει σήμερα τη χειρότερη οικονομική προσβασιμότητα σε κατοικίες στην ΕΕ: Το 32,4% του ελληνικού αστικού πληθυσμού ζει σε κατοικίες που κοστίζουν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Και μόνο οι αριθμοί αυτοί συνιστούν απόδειξη της εκτεταμένης (και συχνά σιωπηλής) φτώχειας στη χώρα.

Οι Έλληνες εργαζόμενοι συνθλίβονται μεταξύ των εξαιρετικά υψηλών τιμών των κατοικιών, από τη μια, και του δεύτερου χαμηλότερου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος στην ΕΕ (λίγο πάνω από τη Σλοβακία), από την άλλη. Το ποσοστό των νοικοκυριών που ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις στις πληρωμές στεγαστικών δανείων, ενοικίων και λογαριασμών κοινής ωφέλειας είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, δηλαδή 36,4%. Οι επιπτώσεις είναι δραματικές για τους νέους, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν σπίτι, πόσο μάλλον να δημιουργήσουν οικογένεια. Η χρηματιστικοποίηση της στέγασης έφτασε στην Ελλάδα, όπως και η αναπόφευκτη κρίση. Αλλά εδώ σταματούν οι ομοιότητες με τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ. Η ελληνική χρηματιστικοποίηση είναι υποτελής, επειδή η κύρια κινητήρια δύναμή της είναι κεφάλαια που προέρχονται από το εξωτερικό.

Η τυπική πορεία μιας στεγαστικής φούσκας είναι να μπαίνει επιθετικά στη αγορά ακινήτων το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και να προκαλεί την άνοδο των τιμών παρέχοντας φθηνή πίστωση. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Το ενυπόθηκο χρέος μειώνεται σταθερά από το 2010 και η ροή νέων στεγαστικών δανείων είναι ουσιαστικά στάσιμη από το 2015. Οι τάσεις αυτές συμβαδίζουν απολύτως με τα υψηλά επιτόκια από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, προφανώς για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός. Η σημερινή ελληνική φούσκα ακινήτων δεν προκαλείται από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ο κύριος ένοχος δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: Είναι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το 2022, οι συνολικές ΑΞΕ ανήλθαν σε 7,9 δισ. ευρώ, ποσό ρεκόρ. Από αυτές, τα 2,5 δισ. κατευθύνθηκαν σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και ασφάλειες και τα 0,8 δισ. σε ακίνητα. Οι δύο αυτές ροές αποτέλεσαν την κύρια πηγή κεφαλαίων για τη φούσκα των ακινήτων. Συγκρίνετε αυτά τα ποσά με το χαμηλό 1,5 δισ. που πιθανώς πήγε στη μεταποίηση (το πόσο πραγματικά πήγε είναι συζητήσιμο). Ο θόρυβος που συνεχώς κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με τις επιτυχίες της στις ΑΞΕ είναι ντροπή.

Η πραγματικότητα είναι ότι η άνοδος των ΑΞΕ για τη στέγαση ξεκίνησε γύρω στο 2017 και η κύρια αιτία της ήταν η κυνική και διεφθαρμένη πρακτική της Χρυσής Βίζας. Μέχρι το 2023 η Ελλάδα είχε δεχθεί 31000 αιτήσεις και από αυτές περισσότερες από 21000 είχαν κατατεθεί μετά το 2021. Τα δύο τρίτα των αγοραστών ήταν Κινέζοι, ενώ υπήρχαν σημαντικά ποσοστά Τούρκων, Λιβανέζων, πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά. Αγόρασαν σε μεγάλο βαθμό το υπάρχον απόθεμα κατοικιών, καθώς ο κατασκευαστικός τομέας μετά βίας προσπαθεί να ανακάμψει από την καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας. Η εισροή των ΑΞΕ συνοδεύτηκε από την εκτίναξη του Airbnb στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αλλού. Ο μετασχηματισμός που έχει προκληθεί στον τουρισμό είναι ιδιαίτερα εμφανής στα αστικά κέντρα, όπως και ο αντίκτυπος στην αγορά κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπήρξαν και εγχώριοι παράγοντες που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη φούσκα των κατοικιών. Μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης ενεπλάκησαν, καθώς η διαδικασία απαιτεί ελάχιστη προσωπική επένδυση και μπορεί να αποφέρει σημαντικές αποδόσεις για να συμπληρώσει το χαμηλό εισόδημα.

Η υποτελής χρηματιστικοποίηση της κατοικίας στην Ελλάδα δίνει μια πραγματική εικόνα της οικονομίας που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μετά τα πακέτα διάσωσης της προηγούμενης δεκαετίας. Χαρακτηρίζεται από αδύναμες επενδύσεις και χαμηλή παραγωγή, βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς και χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα, ευνοεί την άκρατη κερδοσκοπία στον τομέα των ακινήτων και των χρηματοπιστωτικών στοιχείων, ιδίως μέσω του αυξανόμενου τουρισμού. Η οικονομία της οποίας προΐσταται ο Μητσοτάκης έχει ήδη φέρει μια κρίση στέγασης χωρίς προηγούμενο, ιδίως για τους νέους. Στο μέλλον θα φέρει και ευρύτερη κρίση χωρίς προηγούμενο, γιατί αναπόφευκτα θα καταρρεύσει.

Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να αντιμετωπιστεί η ελληνική στεγαστική κρίση. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σταματήσουν οι τεράστιες κερδοσκοπικές εισροές ΑΞΕ. Η αύξηση του ορίου της Χρυσής Βίζας στα 500.000 ευρώ, την οποία έκανε ο Μητσοτάκης, δεν θα πετύχει πολλά. Η Χρυσή Βίζα φέρνει μόνο προβλήματα στην ελληνική κοινωνία και πρέπει να καταργηθεί εντελώς. Στη συνέχεια θα πρέπει να ληφθούν αυστηρά διοικητικά μέτρα για τη ρύθμιση τόσο του κόστους στέγασης όσο και του τομέα του Airbnb. Πάνω απ’ όλα, η χώρα χρειάζεται επειγόντως εκτεταμένο πρόγραμμα κατασκευής αξιοπρεπών δημόσιων κατοικιών, ειδικά για τους νέους. Αυτά που απαιτούνται είναι ξεκάθαρα. Αυτό που λείπει είναι η συνεκτική δημόσια φωνή που θα τα διεκδικήσει. Τίποτε δεν θα γίνει αν δεν υπάρξει αυτενέργεια και δράση από αυτούς που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της κρίσης.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Περί της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην χώρα μας... (Η συνέχεια)...

 Συνεχίζουμε τη συζήτηση για ένα από τα μείζονα ζητήματα των ημερών - το νομοσχέδιο για την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην χώρα μας. Ένα θέμα που έχει διχάσει τόσο την κοινή γνώμη όσο και τους Συνταγματολόγους (δείτε εδώ την κοινή επιστολή 8 εξ αυτών που εκφράζει ρητά την άποψη ότι η "παράκαμψη" του Συντάγματος δε δικαιολογείται και δε στηρίζεται νομικά).


Η δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου του υπουργείου Παιδείας, επιβεβαίωσε τις ανησυχίες για τον τρόπο που μεθοδεύεται η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, και τις οποίες είχαμε εκφράσει σε προηγούμενη ανάρτησή μας εδώ

Και αυτό γιατί η ανάρτηση στη δημόσια διαβούλευση του σχετικού σχεδίου νόμου περιλαμβάνει αρκετά σημεία που δείχνουν ότι ότι αυτό που θα έχουμε θα είναι απλώς μια προσφορά εμπορευματοποιημένης και όχι απαραίτητα υψηλού επιπέδου «ανώτατης εκπαίδευσης» και των αντίστοιχων τίτλων που πλέον θα αναγνωρίζονται αυτόματα. Στα πλαίσια της παρουσίασης του ζητήματος αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Παναγιώτη Σωτήρη από το in.gr:

Βασική πλευρά της κυβερνητικής ρητορικής μέχρι τώρα ήταν θα έλθουν μεγάλου κύρους αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού και θα ιδρύσουν δικά τους παραρτήματα στην Ελλάδα, μεταφέροντας και το ανάλογο κύρος, όπως και ότι αυτό είναι διαφορετικό από τις διάφορες συμφωνίες συνεργασίας που έχουν ήδη διάφορα κολέγια. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται στο νομοσχέδιο το Νομικό Πρόσωπο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης είναι κάπως διαφορετικός. Στο άρθρο 129, παράγραφος β’ ορίζεται ως εξής: ««Νομικό Πρόσωπο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.)»: νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ρυθμιζόμενο με τις διατάξεις του παρόντος, με αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο συνδέεται απευθείας με το μητρικό ίδρυμα, και αποτελεί παράρτημά του στην Ελλάδα, με βάση απόφαση του αρμοδίου οργάνου του μητρικού ιδρύματος που προσδιορίζει λεπτομερώς την εσωτερική μεταξύ τους σχέση και αντανακλάται επί του κεφαλαίου ή με βάση συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising), οι οποίες διασφαλίζουν ουσιωδώς την ορθή τήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων του μητρικού ιδρύματος.» Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι όταν μιλάμε για συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising) δεν μιλάμε για κάτι που απέχει πολύ από τη σημερινή κατάσταση όπου τα Κολέγια προσφέρουν προγράμματα πιστοποιημένα από το μητρικό, ενώ αντίστοιχα και η έννοια του franchise είναι αρκετά διαφορετική από την έννοια του «έρχεται το ξένο πανεπιστήμιο». Και παρότι η κυβέρνηση υποστήριζε σε ένα προηγούμενο διάστημα ότι έβαλε φραγμό στις διαθέσεις των Κολεγίων να γίνουν πανεπιστήμια, φαίνεται ότι τους ανοίγει έναν δρόμο, να μετατρέψουν την ισχύουσα σχέση τους με ένα Πανεπιστήμιο του εξωτερικού σε μια μορφή «μη κερδοσκοπικού» ΝΠΠΕ και να αποκτήσουν χαρακτήρα μη κρατικού πανεπιστημίου. Να σημειώσουμε εδώ ότι μη κερδοσκοπικό δεν σημαίνει μη κερδοφόρο, απλώς ότι δεν διανέμονται τα κέρδη στους μετόχους, αλλά επανεπενδύονται. Μόνο που είναι πολύ εύκολο να φτιαχτεί ένα πλέγμα συναλλαγών που θα επιτρέπουν σε όποιον επενδύει να αποκομίζει το σχετικό κέρδος. Το όλο θέμα θυμίζει "ΜΚΟ", το καθεστώς των οποίων δημιουργήθηκε για το κοινό καλό, αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι δεκάδες φτιάχτηκαν με σκοπό να αποκομίζουν οι "ηγέτες" τους οικονομικά οφέλη και μόνο.

Ένα άλλο ερώτημα ήταν πως θα υπήρχε έλεγχος ώστε να είναι όντως υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ως προς αυτό υποτίθεται ότι θα υπήρχαν τα αυστηρά κριτήρια που θα θέτει και θα ελέγχει η ΕΘΑΑΕ. Όμως, μια ματιά στις διατυπώσεις του σχεδίου νόμου δείχνει ότι σε κρίσιμα ζητήματα δεν είναι η ΕΘΑΑΕ που πιστοποιεί αλλά το μητρικό ίδρυμα. Και αυτό γιατί μπορεί η ΕΘΑΑΕ να ελέγχει εάν υπάρχουν οι κατάλληλες κτιριακές εγκαταστάσεις, όμως ως προς τα προγράμματα σπουδών αυτό που ελέγχει είναι εάν «διαθέτει την αξιολόγηση και πιστοποίηση από το μητρικό ίδρυμα για τα προσφερόμενα προγράμματα σπουδών του». Εάν είναι πιστοποιημένο από το μητρικό ίδρυμα, τότε το πιστοποιεί και η ΕΘΑΑΕ και στην συνέχεια αυτό το πρόγραμμα σπουδών δίνει τίτλο σπουδών που αναγνωρίζεται «αυτόματα» ως τίτλος του μητρικού ιδρύματος, χωρίς τη διαδικασία του ΔΟΑΤΑΠ. Αυτή η μεταφορά της αρμοδιότητας στο μητρικό ίδρυμα αποτυπώνεται και στο πως ορίζεται το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στον μέχρι τώρα διάλογο η κυβέρνηση επέμεινε στο ότι θα υπάρχουν τουλάχιστο 30 διδάσκοντες με διδακτορικό. Τώρα, οι διατυπώσεις του νόμου παραπέμπουν απλώς στο ότι θα είναι «κάτοχοι διδακτορικού σε θέμα συναφές με το αντικείμενο της διδασκαλίας τους και διαθέτει τα ουσιαστικά προσόντα, που απαιτούνται για την κατοχή θέσης διδακτικού προσωπικού αντίστοιχης βαθμίδας, καθώς και ειδικό διδακτικό προσωπικό με προσόντα, τρόπους επιλογής και όρους υπηρεσίας, αντίστοιχους με εκείνους του μητρικού ιδρύματος.» 

Όμως, η έννοια του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού μέχρι σήμερα δεν σήμαινε απλά την κατοχή διδακτορικού και μια αντιστοιχία με το «μητρικό ίδρυμα». Στη χώρα μας σήμαινε κατοχή διδακτορικού, ερευνητικό έργο και προϋπηρεσία και διαδικασία εκλογής από ένα εκλεκτορικό σώμα της αυτής ή ανώτερης βαθμίδας στη βάση του ερευνητικού έργου, με ταυτόχρονη περιγραφή των απαιτήσεων για κάθε βαθμίδα. Αυτό είναι διαφορετικό από την πρακτική ορισμένων ιδιωτικών πανεπιστημίων του εξωτερικού όπου είναι κατά βάση απόφαση της διοίκησης η πρόσληψη του διδακτικού προσωπικού. Ούτε αποτελεί εγγύηση η γενική αναφορά ότι «τα κριτήρια εκλογής και εξέλιξης εγκρίνονται από το μητρικό ίδρυμα και τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της αξιοκρατίας, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ποιοτικής παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης». Η έννοια του πανεπιστημίου δεν ταυτίζεται με αυτή του εκπαιδευτήριου. Ένα πανεπιστήμιο είναι ένας σύνθετος εκπαιδευτικός, μορφωτικός και ερευνητικός οργανισμός. Γι’ αυτό και διαμορφώθηκε μια μεγάλη παράδοση, που στην Ελλάδα αποτυπώθηκε διαχρονικά στη νομοθεσία για τα δημόσια πανεπιστήμια αλλά και στη σχετική συνταγματική πρόβλεψη, αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων. 

Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την αυτονομία ως προς την απόφαση, αλλά και με το ότι τα όργανα που απαρτίζονται από το ακαδημαϊκό προσωπικό (και όχι π.χ. το τμήμα μάρκετινγκ ή τον οικονομικό διευθυντή) είναι αυτά που πρέπει κατεξοχήν να έχουν την ευθύνη των βασικών αποφάσεων για την κατεύθυνση των ιδρυμάτων. Αυτό σημαίνει ένα πανεπιστήμιο πρέπει να έχει αποφασιστικά όργανα όπως είναι οι Συνελεύσεις των Τμημάτων ή η Σύγκλητος. Στα ΝΠΠΕ το ακαδημαϊκό όργανο θα έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και όχι αποφασιστικό. Όπως αναφέρει το άρθρο 148, παράγραφος 1: «Σε κάθε Ν.Π.Π.Ε. λειτουργεί ακαδημαϊκό όργανο, το οποίο απαρτίζεται από μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού του, που εκπροσωπούν τις Σχολές του και λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο, προτείνοντας στρατηγικές που σχετίζονται με την ερευνητική και εκπαιδευτική αποστολή του». Αυτό σημαίνει αποφάσεις πραγματικές θα παίρνει το μάνατζμεντ. Μόνο που αυτό δεν παραπέμπει ακριβώς σε… ακαδημαϊκότητα. 

Ένα βασικό πεδίο αντιπαράθεσης εξαρχής γύρω από τα μη κρατικά πανεπιστήμια ήταν το ενδεχόμενο να διαμορφωθούν δύο δρόμοι εισόδου στην ανώτατη εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των σχολών υψηλής ζήτησης όπως είναι οι ιατρικές ή νομικές σχολές: ένας που θα περνάει μέσα από τις πανελλήνιες και την ανάγκη υψηλών σχολικών επιδόσεων και ένας που θα περνάει από την ικανότητα καταβολής των διδάκτρων. Η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να υποστηρίξει ότι όλα αυτά θα λύνονταν μέσα από τη θεσμοθέτηση υψηλών ακαδημαϊκών κριτηρίων. Όμως, το σχέδιο νόμου προβλέπει απλώς να πετύχει ο φοιτητής την μικρότερη δυνατή ελάχιστη βάση εισαγωγής, δηλαδή τον χαμηλότερο μέσο όσο ανά πεδίο και αυτόν πολλαπλασιασμένο με τον συντελεστή 0,8. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου: «με ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ), η οποία προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8». Και όπως το διευκρινίζει το υπουργείο Παιδεία στο κείμενο ερωταπαντήσεων που έδωσε: «Η βάση αυτή θα είναι μία, και θα προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζόμενων ανά επιστημονικό πεδίο πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 0.8». 
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό ας δούμε τους φετινούς μέσους όρους των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιασμένους με συντελεστή 0,8. 
1o ΠΕΔΙΟ Μέσος Όρος Πεδίου    11,78Χ 0,80=9,42 
2ο ΠΕΔΙΟ Μέσος Όρος Πεδίου    12,34Χ0,80=9,87 
3ο ΠΕΔΙΟ Μέσος Όρος Πεδίου    11,64 Χ0,80=9,31 
4ο ΠΕΔΙΟ Μέσος Όρος Πεδίου    10,43Χ0,80=8,34.

 Όπως βλέπουμε ο χαμηλότερος μέσος όρος είναι στο τέταρτο πεδίο και με συντελεστή 0,8 μας δίνει μια βάση 8,34/20 ακόμη και για τη μη κρατική Ιατρική Σχολή, όταν π.χ. η Ιατρική Αθηνών είχε φέτος μια βάση που αντιστοιχούσε με μέσο όρο 19. Όλα αυτά καταλήγουν σε ένα κρίσιμο ερώτημα που είναι εάν όλη αυτή η συζήτηση ήταν προδιαγεγραμμένη να καταλήξει κάπου εδώ, δηλαδή στη νομιμοποίηση ιδρυμάτων που κατά βάση θα πάνε να καλύψουν μια ζήτηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών κυρίως παρά να συμβάλουν σε μια συνολικότερη αναβάθμιση του ακαδημαϊκού τοπίου στη χώρα. 

Γιατί στην Ελλάδα πολλές φορές παρουσιάστηκε μια εξιδανικευμένη εικόνα των «ιδιωτικών πανεπιστημίων». Αυτό γινόταν με την προβολή διάσημων ιδρυμάτων, ιδρυμένων αιώνες πριν και σε χώρες όπου η έννοια του κρατικού πανεπιστημίου ήρθε αργότερα και τα οποία λόγω της ιστορίας τους είχαν υψηλά ερευνητικά και ακαδημαϊκά κριτήρια και παράδοση αυτοδιοίκητου (αν και πρόσφατα έχουν και αυτά προβλήματα ως προς αυτή τη διάσταση με τους χορηγούς να απαιτούν π.χ. απόλυση προέδρων με τις απόψεις των οποίων για το Παλαιστινιακό διαφωνούν). Όμως, στην πράξη αυτοί που πραγματικά προωθούσαν την ίδρυση τέτοιων ιδρυμάτων δεν απείχαν πολύ από τη λογική των ιδρυμάτων που κυρίως θα διεκδικούσαν μερίδιο μιας υπαρκτής «αγοράς», ιδρύματα πιο κοντά στη λογική των “private for profit” ακόμη και τύποις «μη κερδοσκοπικών». Δεν ήρθαν οι σύγχρονοι «ευεργέτες». 

Τα πράγματα κάνει χειρότερα, η επιλογή να μην συζητηθούν όλα αυτά εντός μιας συνταγματικής αναθεώρησης που θα μπορούσε να εξετάσει πολύ πιο αυστηρά και τα κριτήρια και τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσαν αυτά να λειτουργήσουν, πέραν προφανώς του να συζητήσει πολύ πιο ουσιαστικά την πραγματική σκοπιμότητα και αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης. Γιατί η παράκαμψη της συνταγματικής αναθεώρησης δεν είναι απλώς η παράκαμψη μιας πιο «χρονοβόρας» διαδικασίας. Είναι η άρνηση της αναγκαίας θεσμικής αυστηρότητας που θα κατοχύρωνε πολύ περισσότερο την όποια επιλογή και σε τελική ανάλυση θα την νομιμοποιούσε ουσιαστικά με τις ασφαλιστικές δικλείδες της διπλής κοινοβουλευτικής έγκρισης. Και τα αποτελέσματα αυτής της θεσμικής σπουδής είναι εμφανή ήδη από το σχέδιο νόμου...