Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Γιατί μαλώνουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ για την ψήφο των ομογενών

Το παρακάτω άρθρο του Παναγιώτη Σωτήρη από το in.gr, βάζει σε μια ολοκληρωμένη σειρά, τις διαφορές και τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα όσο αφορά την ψήφο των ομογενών. Στο τέλος του άρθρου σας παραθέτουμε εν συντομία μια μικρή σύνοψη αυτών:

"Η συζήτηση για το ζήτημα της ψήφου των αποδήμων δεν ξεκίνησε τώρα, απλώς τώρα πήρε μεγάλες διαστάσεις από τη στιγμή που η περίοδος της κρίσης σήμαινε ένα νέο κύμα μετανάστευσης ελλήνων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα ένας σημαντικός αριθμός δυνάμει ψηφοφόρων να μην μπορεί να συμμετέχει σε κρίσιμες εκλογές, την ώρα που σε άλλες χώρες έχουν κατοχυρωθεί δυνατότητες συμμετοχής για αυτές τις περιπτώσεις. Τα ζητήματα που ανοίγουν σε αυτή τη συζήτηση δεν αφορούν μόνο το τεχνικό μέρος του πώς θα ψηφίζουν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά κυρίως το εύρος του. Αυτό το ζήτημα με τη σειρά του αναδεικνύει ένα ευρύτερο ερώτημα για το πώς βλέπουν τα κόμματα τα όρια του ελληνικού έθνους ως «πολιτικού σώματος» και τη σχέση με την ομογένεια.

Ποιες οι διαφορές ανάμεσα στις προτάσεις

 Η πρώτη βασική διαφορά αφορά τον ορισμό των αποδήμων που έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι το δικαίωμα πρέπει να περιοριστεί σε όσους είναι έλληνες πολίτες, άρα είναι και εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και οι οποίοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα να ψηφίζουν τον τόπο διαμονής τους στο εξωτερικό. Θεωρεί δηλαδή ότι το ζήτημα αφορά πολίτες που ζουν στο εξωτερικό και γενικά όλους τους ομογενείς. Η ΝΔ από την άλλη επιμένει ότι το δικαίωμα θα αφορά όσους έχουν ελληνική ιθαγένεια. Με βάση το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας, αυτή τη δικαιούνται όλοι όσοι γεννήθηκαν από έλληνα γονέα. Εάν δηλαδή ο πατέρας είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο αρρένων ή η μητέρα στο δημοτολόγιο, ένα παιδί που γεννήθηκε στο εξωτερικό μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο διευρύνεται το εκλογικό δικαίωμα σε παιδιά ή εγγόνια ελλήνων μεταναστών, που δεν έχουν στην πραγματικότητα κάποια σχέση με την Ελλάδα και την ελληνική πραγματικότητα. Η δεύτερη διαφωνία αφορά τη διαδικασία της ψήφου. Η ΝΔ έχει κάνει σαφές ότι θα δώσει και δικαίωμα επιστολικής ψήφου. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστολική ψήφος, γιατί αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα εγκυρότητας και ασφάλειας της διαδικασίας. Η τρίτη διαφωνία αφορά το πώς θα μετράει η ψήφος των ελλήνων του εξωτερικού. Η ΝΔ πιστεύει ότι θα πρέπει να προσμετρείται κανονικά στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, έστω και εάν οι ψηφοφόροι εξωτερικού επί της ουσίας θα ψηφίζουν τα ψηφοδέλτια επικρατείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να προσμετρούνται στο συνολικό αποτέλεσμα, αλλά μόνον για την εκλογή βουλευτών επικρατείας εξωτερικού, ο αριθμός των οποίων θα κρίνεται από τον όγκο των ελλήνων εξωτερικού που θα ψηφίζουν.

Διαφορά φιλοσοφίας ως προς τον ορισμό των αποδήμων που δικαιούνται να ψηφίσουν 

Η βασική διαφορά των δύο προτάσεων αφορά τον ορισμό των αποδήμων που δικαιούνται να ψηφίσουν και στην πραγματικότητα τον ορισμό του ελληνικού έθνους ως εκλογικού σώματος. Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ τείνει προς την κατεύθυνση ότι το εκλογικό σώμα πρέπει να αποτελείται από τους έλληνες πολίτες που παρότι βρίσκονται στο εξωτερικό διατηρούν ένα στενό δεσμό με την πατρίδα και άρα τους αφορούν οι αποφάσεις που θα πάρουν οι βουλευτές που θα εκλέξουν και η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί στη βάση και της ψήφου τους. Βέβαια, ακόμη και για αυτούς έχει ενδιαφέρον ότι προτείνει μια άνιση στάθμιση με βάση ακριβώς το ότι δεν κατοικούν στη χώρα. Η ΝΔ τείνει περισσότερο προς την αντίληψη ότι το εκλογικό σώμα δυνάμει πρέπει να περιλαμβάνει και τους ομογενείς στο βαθμό που διατηρούν την ιθαγένεια και ότι εφόσον αποτελούν τμήμα του ελληνισμού, θα πρέπει να έχουν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Παρότι στη ρητορική της αναφέρεται συχνά στους έλληνες του εξωτερικού, εννοώντας αυτούς που πρόσφατα μετακινήθηκαν, είναι σαφές ότι θα ήθελε μια μεγαλύτερη διεύρυνση. Εκτίμηση για το πόσοι μπορεί να δικαιούνται ανάλογα με την κάθε πρόταση δεν είναι εύκολο να γίνει, ιδίως ως προς τον αριθμό όσων δύνανται να διεκδικήσουν την ελληνική ιθαγένεια.

Οι πολιτικοί υπολογισμοί 

Γύρω από όλα αυτά προφανώς και υποκρύπτονται και πολιτικοί υπολογισμοί. Όλα τα κόμματα θέλουν να βρουν τρόπους να πάρουν ψήφους από αυτό το κομμάτι κυρίως νέων ελλήνων που βρέθηκαν στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια και άρα διατηρούν αναφορά στην πολιτική ζωή της χώρας. Δεν είναι όμως κοινή η στάση ως προς τους ομογενείς που π.χ. είναι δεύτερης γενιάς μετανάστες. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί ότι αυτά τα κομμάτια, που δεν έχουν κατά την εκτίμησή του βασική γνώση της ελληνικής πραγματικότητας θα κινηθούν με πιο συντηρητικό τρόπο και θα ενισχύσουν περισσότερο κόμματα όπως η ΝΔ. Εξ ου και η κατηγορία για απόπειρα αλλοίωσης ουσιαστικά του εκλογικού σώματος.

Το ερώτημα για τα όρια του έθνους ως εκλογικού σώματος 

Η ελληνική πολιτική ιστορία έχει διάφορες διαμάχες για τα όρια του «πολιτικού σώματος». Ο 19ος αιώνας είχε τη διαμάχη για τους αυτόχθονες και ετερόχθονες. Θυμίζουμε ότι το 1844, στις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης που προήλθε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 υπήρξε προσπάθεια να περιοριστούν τα δικαιώματα κατάληψης δημοσίων θέσεων και εκλογής για τους «ετερόχθονες», δηλαδή έλληνες από περιοχές εκτός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που εγκαταστάθηκαν σε αυτό μετά τη συγκρότησή του. Μάλιστα, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους των «αυτοχθονιστών» ήταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Αλλά και στον 20ο αιώνα μπορεί να αποδόθηκαν πλήρη δικαιώματα στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία αλλά για αρκετό διάστημα αντιμετώπισαν συχνά εχθρικό κλίμα. Στις μέρες το ερώτημα τίθεται αντίστροφα και δεν αφορά την αποδοχή όσων ήρθαν, αλλά τα δικαιώματα αυτών που κατοικούν εκτός συνόρων. Όμως, όλα αυτά δείχνουν ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις γύρω από τα όρια του έθνους ως κοινού πολιτικού σώματος. Βέβαια την ίδια στιγμή αρκετοί άνθρωποι που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, αλλά είναι μετανάστες, δεν έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα και χρειάζεται να περάσουν από μια διαδικασία πολιτογράφησης. Ακόμη και το δικαίωμα των παιδιών μεταναστών που γεννιούνται εδώ να αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια και άρα τα πλήρη δικαιώματα πήρε αρκετό καιρό να κατοχυρωθεί.
Ουσιαστικά, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις ίδιες τις εντάσεις που διαπερνούν την έννοια του έθνους, ως ταυτόχρονα κοινής ιστορίας και ταυτότητας αλλά και ως κοινότητας που κατοικεί σε ένα κοινό γεωγραφικό χώρο και σε ένα κοινό πολιτικό πλαίσιο. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης τα δύο αυτά πλαίσια αναφοράς δεν ταυτίζονται πάντα και αυτή είναι η πρόκληση για τον προσδιορισμό του πολιτικού σώματος που αποτελεί τη βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Η κουβέντα για την ψήφο των αποδήμων θα ήταν καλό να προσπαθήσει να σταθεί σε αυτά τα ερωτήματα παρά απλώς και μόνο σε προβλέψεις εκλογικών συμπεριφορών."

Με απλά λόγια δηλαδή οι διαφορές προέρχονται από μια διπλή βάση: α) την ιδεολογική (με τον ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κάποιος που έχει γεννηθεί εκτός Ελλάδας να έχει το ίδιο ενδιαφέρον για τα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας με αυτόν που έχει φύγει πρόσφατα ή που μένει εδώ) και 
β) την ψηφοθηρική (με τον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί ότι όσο περισσότερες γενιές έχουν περάσει στο εξωτερικό τόσο μεγαλύτερη είναι η συντηρητικοποίηση και επομένως οι πιθανότητες να ψηφιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρότερες).

Η πραγματικότητα βέβαια είναι κάπου στην μέση. Κανείς Έλληνας 4ης γενιάς που ΔΕΝ ενδιαφέρεται για τα ελληνικά πολιτικά τεκταινόμενα δεν πρόκειται να μπει στη διαδικασία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους - τουλάχιστον σε βαθμό τέτοιο που να επηρεαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Δε βρισκόμαστε στην δεκαετία του '50 ή του '60 για να γίνουν μαζικές εγγραφές με σκοπό να ψηφιστεί κάποιος συνδυασμός. O κόσμος έχει αλλάξει άρδην. Τα δε κόμματα δεν μπορούν να κινητοποιήσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στο εξωτερικό και αυτό φαίνεται εύκολα από το πόσοι εγγράφονται στους εκλογικούς καταλόγους των αποδήμων στις Ευρωεκλογές: όταν π.χ. στο Λονδίνο των 30-40 χιλιάδων Έλληνων (πολλοί εκ των οποίων είναι πρόσφατα αποδημήσαντες), ψηφίζουν 2000 άνθρωποι δεν μπορούμε να μιλάμε για "κινητοποιήσεις". Επομένως καμία ουσιαστική νόθευση του αποτέλεσματος δεν πρόκειται να συμβεί.

Και προφανώς η εξίσωση "ζει στο εξωτερικό=δεν ενδιαφέρεται/δεν ενημερώνεται/δεν μπορεί να έχει άποψη" είναι το λιγότερο αφελής και επικίνδυνη. Όποιος ενδιαφέρεται, ενημερώνεται και μπορεί να έχει άποψη ακόμα και αν δε ζει σε μια χώρα. Εξάλλου έχουμε πάρα πολλούς Έλληνες που ζουν στην Ελλάδα και η άποψη τους περιορίζεται από τον μικρόκοσμό τους. Υπάρχουν άνθρωποι που παιρνούν όλη τους τη ζωή στην Δροσιά της Αττικής, είναι εισοδηματίες και δε διαβάζουν εφημερίδες ή δε βλέπουν τηλεόραση - η μοναδική τους διασκέδαση είναι το Netflix. Όπως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στην Ορεινή Ναυπακτία ή στην Αλλόνησο και η μοναδική τους επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο είναι ο περιοδεύων μπακάλης ή το πλοίο της γραμμής μια φορά την εβδομάδα. Μήπως να τους βάλουμε και αυτούς σε ειδικές κατηγορίες;  

Από την άλλη είναι λογικό να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι δε θα πάρει πολλούς ψήφους από τους απόδημους. Ένας Έλληνας 3ης- 4ης γενιάς για να ενδιαφέρεται για την μητέρα πατρίδα, είναι λογικό να βρίσκει θελκτικότερο ένα πιο συντηρητικό αφήγημα όπως αυτό της ΝΔ, από το αφήγημα των ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των Θρησκευτικών, της Βόρειας Μακεδονίας, της αγαπησιάρικης (με τους Τούρκους) ιστορίας και της πολυπολιτισμικότητας που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως είναι πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι του ελληνισμού. Και είναι απαράδεκτο να πρέπει να περιοριστούν οι Έλληνες του εξωτερικού σε διακοσμητικό ρόλο, εκλέγοντας 5 βουλευτές χωρίς ρόλο και χωρίς η ψήφος τους να προσμετράτε στο συνολικό αποτέλεσμα επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι δε θα έχει πολιτικό όφελος. Εξάλλου "διακοσμητική" Βουλή έχουν οι Έλληνες εδώ και 30 χρόνια κοντά - ονομάζεται Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού και δεν έχει πλέον ούτε φωνή, ούτε μπορεί να κινητοποιήσει κανέναν. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να πληρώνει το ελληνικό κράτος 5 ή 6 ή 10 ακόμα βουλευτές, που θα παίζουν το ρόλο των διακοσμητικών φύκων στο ελληνικό κοινοβούλιο. 

Οι Έλληνες του εξωτερικού δεν μπορεί να είναι "μπαλάκι" στα χέρια οποιουδήποτε - της ΝΔ συμπεριλαμβανομένης που μετά από 40 χρόνια σε κυβερνήσεις θυμήθηκε στα 2019 τους ομογενείς. Δεν μπορεί οι Έλληνες πολιτικοί (και του ΣΥΡΙΖΑ τόσο τον καιρό που ήταν κυβέρνηση αλλά και πριν/τώρα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση) να ζητούν απ' αυτούς να "επενδύουν", να "επισκέπτονται την μητέρα πατρίδα" και να "νοίαζονται" γι' αυτήν και μετά να τους θεωρούν ανάξιους να ψηφίσουν στις εκλογές της. Το αν βέβαια υπάρξει επιστολική ψήφος ή σε ειδικές κάλπες είναι μια άλλη (σημαντική πάντως) ιστορία - αλλά αυτό μπορεί να κριθεί με βάση τα γενικότερα πρότυπα και την εμπειρία των άλλων. Σε αυτή τη φάση είναι δευτερεύον. Η κουβέντα στην παρούσα χρονική στιγμή είναι το ποιός θα ψηφίζει και του τι αντίκτυπο θα έχει η ψήφος του...Αν υπάρξει συναίνεση σ' αυτό, θα υπάρξει και στα υπόλοιπα...

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Λίγα λόγια για την κατάρρευση της Thomas Cook και τη σημασία της για τον ελληνικό τουρισμό

Η κατάρρευση της Thomas Cook ήρθε εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Όχι γιατί ήταν άγνωστα τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας, ούτε γιατί ήταν άγνωστες οι οικονομικές πιέσεις που δεχόταν η εταιρεία τα τελευταία χρόνια. Αλλά γιατί όταν μια εταιρεία έχει ως χρηματοδότη την Fosun (ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοδοτικά γκρουπ της Κίνας), αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά πρακτορεία στον κόσμο και έχει τεράστια ακίνητη περιουσία καθώς και την ικανότητα να κινεί εκατομμύρια τουρίστες ετησίως, τότε η κατάρρευση της είναι μια δύσκολη υπόθεση και απόφαση.
Όλα αυτά βέβαια παύουν ισχύουν όταν αυτοί που παίρνουν αποφάσεις πιστέψουν ότι: α) ο χειρισμός της υπόθεσης μπορεί ν' αποτελέσει "παράδειγμα προς μίμηση" ή ως "προειδοποίηση" για μια μελλοντική παρόμοια κατάσταση και β) η εταιρεία αξίζει περισσότερο "σπασμένη σε κομμάτια" παρά "ολόκληρη" για τα μελλοντικά σχεδιά τους.
Βέβαια - ακόμα και σε μια ελεύθερη οικονομία όπως η βρετανική - η κατάρρευση μιας εταιρείας αυτού του μεγέθους αποτελεί μια πολιτική απόφαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι έδινε καλύτερο παράδειγμα με το να πληρώσει 200 εκατομμύρια λίρες για να φέρει τους εκατοντάδες χιλιάδες βρετανούς τουρίστες πίσω στην Μ. Βρετανία παρά να δώσει το ίδιο ποσό για να κρατηθεί η εταιρεία ενεργή. Επίσης αποφάσισε να μην πιέσει πολιτικά τους τραπεζικούς δανειστές της εταιρείας - 2 εκ των οποίων είναι υπό κρατικό έλεγχο - να μην πιέσουν για το ανωτέρο ποσό, το οποίο ήταν "έξτρα" στα 900 εκατομμύρια τα οποία είχε μαζέψει για να βγάλει τον χρόνο. Το ότι οι υποχρεώσεις της εταιρείας, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ήταν προς προμηθευτές στο εξωτερικό, βοήθησε την απόφαση - όσο και αν αυτό ακούγεται σκληρό. Η Fosun από την άλλη έδινε τα 450 εκατομμύρια λίρες που της αναλογούσαν, αλλά μέχρι εκεί.
Και έτσι ήρθε η κατάρρευση.
Βέβαια το πιθανότερο σενάριο για την όλη υπόθεση είναι να μην χαθεί η εταιρεία πλήρως. Το πιθανότερο είναι να σπάσει σε κομμάτια - ξενοδοχεία, αεροπορική, ταξιδιωτικό πρακτορείο - και αυτά με τη σειρά τους σε άλλα μικρότερα, ανάλογα με το που βρίσκεται η βάση τους. Ο χρόνος θα δείξει βέβαια για το τι θα γίνει και το πόσες ακριβώς θέσεις εργασίας θα χαθούν - και που.
Το ίδιο ισχύει και για τον αντίκτυπο που θα έχει το κλείσιμο της εταιρείας στον ελληνικό τουρισμό. Πρόχειροι υπολογισμοί για το "φέσι" μόνο στα ξενοδοχεία της Κρήτης μιλάνε για ένα ποσό πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ - ένα ποσό από το οποίο πολλοί λίγα θα δοθούν στους δικαιούχους, όταν γίνει η εκκαθάριση της εταιρείας.
Οι ανοησίες που διαβάζουμε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιστοσελίδες για "το κενό που μπορεί να καλυφθεί από τις εταιρείες χαμηλού κόστους" (βλ. Ryanair) προφανώς και δεν μπορούν ν' αντιμετωπιστούν σοβαρά. Η Thomas Cook πουλάει ολοκληρωμένα πακέτα: αεροπορικά εισιτήρια, μετακινήσεις, εκδρομές, ξενοδοχεία. Αυτά επηρεάζουν ξενοδοχεία, οδηγούς λεωφορείων, αεροδρόμια, εστιατόρια, tour representatives, εκδρομές κ.ο.κ. Και όλα αυτά κάτω από ένα λογότυπο και με την ολοκληρωμένη προστασία ATOL. H Ryanair προσπαθεί να νοικιάσει δωμάτια και αυτοκίνητα, αλλά δεν είναι τουριστικός πράκτορας και προσπαθεί ν' απεμπολήσει κάθε υποχρέωση που μπορεί να έχει για οτιδήποτε. Γι' αυτό εξάλλου και αν κάποιος θέλει π.χ. να "πετάξει" με Ryanair από το Λονδίνο στην Βυρητό θα πρέπει να κλείσει ξεχωριστά εισιτήρια και όχι ένα απευθείας. Η Ryanair δε θέλει ν' αναλάβει ούτε καν την μεταφορά των αποσκευών από το ένα αεροσκάφος της στο άλλο.
Με την κατάρρευση της Thomas Cook το κομμάτι της πίτας που απελευθερώνεται είναι μεγάλο. Στην χώρα μας διακινούσε εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που έμεναν το λιγότερο 7-10 μέρες (σε αντίθεση με τις εταιρείες χαμηλού κόστους που συνήθως φέρνουν επιβάτες για μικρότερα χρονικά διαστήματα). Και τα χρήματα - και οι θέσεις εργασίας - που κάλυπτε πάρα πολλά.
Είναι προφανές ότι το κενό για την υπόλοιπη τουριστική σεζόν θα είναι μεγάλο, αλλά τουλάχιστον θα είναι δύο χαμένοι μήνες - και όχι 6 ή 7. Η μεγάλη μάχη θα δοθεί για την επόμενη σεζόν. Όπως γράψαμε παραπάνω, το κενό είναι μεγάλο. Κάποιοι θα προσπαθήσουν να το καλύψουν. Αλλά λίγοι μπορούν να δώσουν ένα ολοκληρωμένο πακέτο: πτήση, μετακίνηση, διαμονή, εκδρομές. Για να μη γελιόμαστε - το να στήσει κανείς μια τέτοια εταιρεία θέλει κεφάλαια. Και αυτοί οι λίγοι θα προσπαθήσουν να πιέσουν ξενοδόχους και παρόχους για ακόμα χαμηλότερες τιμές, ώστε να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο κέρδος.
Αυτό θα επηρεάσει σίγουρα και όσους έρχονται στην Ελλάδα και την Κύπρο ως τουρίστες αυτόνομα. Οι διαθέσιμες θέσεις στις πτήσεις προς την Ελλάδα και την Κύπρο θα μειωθούν αφού εκείνοι που θα κλείνουν "πακέτα" θα έχουν προτεραιότητα.
Βέβαια είναι ακόμα νωρίς. Το θέμα είναι όμως ένα: μετά από μια μέτρια χρονιά, το μόνο που δεν χρειαζόταν ο τουρισμός ήταν μια τέτοια κατραπακιά...Για να μην πούμε για τη ζημιά στα δημοσιονομικά που θα είναι μεγάλη (και όλα αυτά σε μια εποχή που η παράνομη ενοικίαση τουριστικών καταλυμάτων υψηλού κόστους παραμένει ανθηρή - παρά το "ντου" που ξεκίνησε σε όσους νοικιάζουν δωμάτια και σπίτια σε ιστοσελίδες τύπου Airbnb).

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

Εθνικές ομάδες μπάσκετ και ποδοσφαίρου: και τώρα τι;

Οι εθνικές μας ομάδες του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ ολοκλήρωσαν τις Σεπτεμβριανές τους υποχρεώσεις, καταλήγοντας να κάνουν μια τρύπα στο νερό.

Για την εθνική του ποδοσφαίρου τα πράγματα ήταν απλά - ζητούσε 2/2 νίκες για να παραμείνει στο παιχνίδι της πρόκρισης για τα τελικά του Euro της επόμενης χρονιάς, αλλά κατάφερε (παίζοντας απέναντι σε μια θεωρητικά ισοδύναμη και σε μια θεωρητικά πολύ κατώτερη ομάδα) να πάρει μόνο ένα βαθμό σε 2 αγώνες. Και όλα αυτά σ' ένα όμιλο που ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της, έχοντας τον θεωρητικά (πάντα) αντίπαλο της για τη 2η θέση (δηλ. την Βοσνία-Ερζεογοβίνη) σε μεγάλα αγωνιστικά χάλια.

Οι συνεχείς αλλαγές προπονητών και παραγόντων, οι αλλοπρόσαλλες τακτικές στο θέμα της επιλογής της έδρας, η απουσία ενός κορμού γύρω από την οποία θα δημιουργηθεί μια δυνατή ομάδα και η παντελής έλλειψη στήριξης σε οποιαδήποτε επίπεδο (τόσο εντός όσο και εκτός του αγωνιστικού χώρου), δείχνει μια ομάδα που έχει μπει σ' ένα τέλμα, μέσα από το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να βγει.

Η εθνική του μπάσκετ από την άλλη ξεκίνησε από καλύτερη βάση. Η ομάδα παρουσιάστηκε στο Μουντομπάσκετ έχοντας κάνει μια καλή προετοιμασία, έχοντας σαφέστατα καλύτερη οργάνωση εξω-αγωνιστικά, έχοντας στις τάξεις της έναν από τους καλύτερους εν ενεργεία μπασκετμπολίστες στον κόσμο (τον Γιάννη Αντετοκούνμπο). όντας έτοιμη να παίξει σύγχρονο μπάσκετ, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της εποχής και των αθλητών της. Την ίδια στιγμή οι αθλητές της ήταν σε μια πολύ καλή κατάσταση, έχοντας (σε αντίθεση με το Ευρωμπάσκετ του 2017) φοβερό κλίμα στ' αποδυτήρια.

Δηλαδή υπήρχαν τα εχέγγυα για μια καλή πορεία, δεδομένης και της ικανοποιητικής κλήρωσης που υπήρχε ως αποτέλεσμα της πορείας μας στα προκριματικά.

Δυστυχώς όμως και εδώ το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών μας, με την εθνική ν' αποχαιρετά τη διοργάνωση στο 2ο γύρο, έχοντας αποδείξει εντός του αγωνιστικού χώρου ότι πολλές φορές, οι σπουδαίοι αθλητές, τα καλά συστήματα και η καλή κλήρωση δεν επαρκούν για ένα καλό αποτέλεσμα: Κακές διαιτησίες, αγωνιστική εμφάνιση κατώτερη των περιστάσεων για τους περισσότερους αθλητές της 12αδας μας (και του καλύτερου θεωρητικά παίκτη της που παρουσιάστηκε εγκλωβισμένος και ανέτοιμος να σηκώσει την ομάδα στις πλάτες του) και κυρίως κακή ψυχική προετοιμασία οδήγησαν σ' ένα αποτέλεσμα που δε δικαιολογείται δεδομένης της αξίας της ομάδας.

Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια οι περισσότεροι αθλητές στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και πήραν την ευθύνη πάνω τους (εκτός του Γιάννη) αν και στην 2η περίπτωση ίσως θα μπορούσαν να ρίξουν εν μέρει την ευθύνη στις συνολικά κακές διαιτησίες που αντιμετώπισε η εθνική μας (κάτι που σημειώνει σωστά και ο δημοσιογράφος Παντελής Διαμαντόπουλος εδώ).

Η ουσία όμως δεν αλλάζει: αποτύχαμε - αν και στην πρώτη περίπτωση (της εθνικής ποδοσφαίρου), οι απαιτήσεις είναι μικρότερες γιατί ποιοτικά η αξία των ποδοσφαιριστών μας, με εξαίρεση την άμυνα και τον απόντα αυτή την χρονική περίοδο Φορτούνη, είναι χαμηλή. Βέβαια αυτό δε συνάδει με τα χρήματα για τα οποία πληρώνονται για ν' αγωνιστούν, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Για την εθνική όμως του μπάσκετ η όλη εικόνα (όπου προηγήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα με την Βραζιλία, φτάνοντας τη διαφορά στους 17 πόντους, για να χάσει στο τέλος ή που δέχτηκε τεχνική ποινή για διαμαρτυρία ενώ κέρδιζε με 12 πόντους στον αγώνα με την Τσεχία), δείχνει ότι αν και αγωνιστικά η προετοιμασία ήταν σωστή, η ψυχική προετοιμασία της για ένα τουρνουά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ήταν λάθος. Στα λόγια ήμασταν καλοί - αλλά στην πράξη ούτε τα μαγικά του Γιάννη είδαμε, ούτε μια ομάδα έτοιμοι να "φάει σίδερα", με εξαίρεση τον τελευταίο αγώνα με την Τσεχία.

Η αποτυχία και η επιτυχία έχει πάντα πολλούς πατέρες. Και στις δύο περιπτώσεις - του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου - είχαμε παρόμοια αποτελέσματα αν και ξεκινήσαμε σαφέστατα από διαφορετικές βάσεις. Μπορούμε επομένως να προδικάσουμε ένα αποτέλεσμα πριν τελειώσει ο αγώνας; Προφανώς όχι. Η επόμενη ευκαιρία μπορεί και να έρθει - μπορεί και όχι - απλά εμείς πρέπει να προετοιμαζόμαστε καλύτερα για την περίπτωση που αυτή έρθει. Το θέμα είναι όμως πάντα να είμαστε οργανωμένοι και να μπορούμε να στηρίζουμε τις εθνικές μας ομάδες, σε όλα τα επίπεδα.
Οι αλλαγές προπονητών δεν αρκούν πάντα. Για να έρθουν επιτυχίες στην εποχή μας χρειάζεται οργάνωση, σχέδιο πολλών χρόνων και υπομονή. Εμείς δεν έχουμε σχεδόν τίποτε απ' όλα αυτά αλλά πρέπει να τ' αποκτήσουμε.

Διαφορετικά η ιστορία θα συνεχίσει να γράφετε χωρίς εμάς, και εμείς θα μένουμε αιωνίως στις δάφνες του παρελθόντος.