Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα στον Γ.Α. Μαγκάκη / Απαξίωση των αρχαιολογικών μουσείων στην χώρα μας

Στις αρχές του Σεπτέμβρη απεβίωσε ο καθηγητής της Νομικής και πρώην υπουργός Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης. Η παρουσία του πραγματικά κόσμησε την Βουλή και μας θυμίζει ότι υπήρχαν περίοδοι όπου αυτή δεν ήταν γεμάτη από καρεκλοκένταυρους, που γαντζωμένοι σε σειρά προνομίων και υπό τις απειλές ή υποσχέσεις, αγνοούν ή παραβλέπουν τα όσα γίνονται γύρω τους.
Είχαμε σκοπό εδώ και καιρό να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα σ' αυτόν αλλά η επικαιρότητα δυστυχώς δεν μας το επέτρεψε - ποτέ όμως δεν είναι αργά και ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού αναδημοσιεύουμε την νεκρολογία που έγραψε ο Γιώργος Κιούσης που δημοσίευσε η "Ελευθεροτυπία" την επομένη του θανάτου του:

"Από το κελί του στις φυλακές του Κορυδαλλού, Φεβρουάριος του 1971. Στρέφει το μυαλό του στην Ευρώπη και, εκτός από την προσμονή βοήθειας, προχωρά, αρκετά προφητικά, και σε σκέψεις για το μέλλον.
«Η ταπείνωση κάνει πιο συνειδητές αυτές τις αξίες της ζωής μας που προσβάλλονται. Οι δικές μας είναι οι αξίες της Ευρώπης. Ολοι μαζί τις φτιάξαμε. Νιώσαμε αυθόρμητα πως κανένας άλλος δεν θα καταλάβαινε με το δικό μας ακριβώς τρόπο το δράμα που άρχιζε στον τόπο μας όσο ο Ευρωπαίος. Κι έτσι ήτανε. Το βλέμμα της απόγνωσης μας γύρισε στην Ευρώπη κι ο λαός της δεν μας άφησε ανθρώπινα μόνους. Τώρα όλοι εμείς, που έτυχε να διανύουμε αυτόν το μαρτυρικό δρόμο της αιχμαλωσίας στις φυλακές της δικτατορίας, λέμε Ευρώπη και εννοούμε Πατρίδα».

«Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους», του αγωνιστή Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Αμερική, στο Atlantic Monthly Review, και ύστερα στους Times της Νέας Υόρκης, στους Times του Λονδίνου και στη γερμανική Zeit. Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1971 από τον ελληνικό αντιστασιακό εκδοτικό οίκο στη Δυτική Γερμανία «Attica-Press Verlag» με πρόλογο του Γιάγκου Πεσμαζόγλου.

Χθες ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου, νομικός, συγγραφέας και πρώην υπουργός, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Ως υπουργός Δικαιοσύνης εισηγήθηκε το νέο οικογενειακό δίκαιο, την κατάργηση των βασανιστηρίων καθώς και την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη διάρκεια της κατοχής έλαβε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΔΕΣ. Το 1953 αναγορεύεται από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου διδάκτωρ του Ποινικού Δικαίου και το 1955 υφηγητής στην Αθήνα. Το διάστημα 1962-1963 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας ως επισκέπτης καθηγητής, ενώ το 1968 εξελέγη παμψηφεί έκτακτος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ομως η δικτατορία δεν ενέκρινε τον διορισμό του και μάλιστα τον Φεβρουάριο του 1969 τον απομακρύνει και από τη θέση του υφηγητή. Οι παραδόσεις του στη Νομική Σχολή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αποτελούσαν ευθείες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, γεγονός που τον οδήγησε τον Ιούλιο του 1969 στη σύλληψη. Για πέντε μήνες μένει σε απομόνωση και υπόκειται σε βασανιστήρια, ενώ τον Απρίλιο του 1970 καταδικάζεται σε κάθειρξη 18 ετών.

Το 1972, ενώ ήταν έγκλειστος στις φυλακές, το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή του Ποινικού Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Την ίδια χρονιά αποφυλακίζεται για λόγους υγείας και καταφεύγει στη Χαϊδελβέργη όπου διδάσκει Ποινικό Δίκαιο, χωρίς να σταματά ούτε στιγμή τον αντιδικτατορικό του αγώνα.

Μετά την πτώση της δικτατορίας (1974) επιστρέφει στην Ελλάδα και μετέχει στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, ως υπουργός Δημοσίων Εργων (24/07/1974-09/10/1974). Παράλληλα αρχίζει ξανά τις παραδόσεις του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συγκεκριμένα, στην πανηγυρική έναρξη των παραδόσεων ξεκίνησε το λόγο του προς τους φοιτητές με την περίφημη φράση: «Κύριοι, και τώρα συνεχίζουμε από εκεί που μας σταμάτησαν». Η φράση αυτή προκάλεσε ξέφρενο ενθουσιασμό και συγκίνηση, όπου οι ακροατές του όρθιοι επί 15 λεπτά της ώρας τον χειροκροτούσαν, μη μπορώντας και ο ίδιος να κρύψει τη συγκίνησή του.

Την ίδια χρονιά, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Β' Αθήνας με το ψηφοδέλτιο της Ενωσης Κέντρου - Νέες Δυνάμεις. Τον Σεπτέμβριο του 1976 συμμετείχε στην ίδρυση της «Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας», ενώ το 1978, με εισήγησή του η «Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία» τερμάτισε τη δράση της και συσπειρώθηκε με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ.

Το 1980, εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και το 1981 ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, θέση στην οποία παρέμεινε για ένα χρόνο, έως το 1982 οπότε ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης. Στις 13 Μαρτίου 1989 απείχε από την ψηφοφορία της πρότασης δυσπιστίας που είχε υποβάλει η Ν.Δ. κατά της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου να εισηγηθούν τη διαγραφή του, η οποία επικυρώθηκε την επομένη ημέρα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Στις 5 Οκτωβρίου 1989 επανεντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στη σύνθεση του νέου οργάνου που συγκροτήθηκε με τίτλο Πολιτικό Συμβούλιο, για τη δημοκρατική συμπαράταξη εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Το 1990, ίδρυσε μαζί με άλλους νομικούς την οργάνωση «Δημοκρατική Ευθύνη Νομικών» για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών και εξελέγη πρόεδρός της. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1990, στο 2ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.

Στις 5 Απριλίου 1992 εξελέγη βουλευτής στη Β' εκλογική περιφέρεια Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα η οποία είχε εκκενωθεί μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα από το βουλευτικό αξίωμα. Στις 17 Απριλίου 1994, στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, επανεξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.

Υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, ενώ το 1996 ανέλαβε πρόεδρος της «Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης», που είχε ιδρυθεί το 1974 από όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Το 1979 εξέδωσε το σύγγραμμα «Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου» και το 1997 δημοσίευσε το βιβλίο «Ιχνη του χθες με το βλέμμα στο αύριο». Ηταν παντρεμένος με την Αγγελική Γονατά, κόρη του Στυλιανού Γονατά."

Και για να μην ξεχνιόμαστε... Το ελληνικό κράτος έχει παρατήσει στην μοίρα τους τους αρχαιολογικούς μας χώρους. Από την μια οι περικοπές στο μόνιμο προσωπικό και ο περιορισμός των συμβασιούχων που κάλυπταν διαρκείς ανάγκες και από την άλλη η κατακόρυφη μείωση των παρεχόμενων κονδυλίων, έχουν φέρει σειρά οργανισμών, μουσείων και αρχαιολογικών χώρων στο απόλυτο "κόκκινο", κάνοντας πολύ δύσκολο ακόμα και αυτό το καθημερινό άνοιγμά τους στο κοινό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα, η τραγική κατάσταση του οποίου κινητοποίησε μια μερίδα του πνευματικού μας κόσμου.

Σε κοινή επιστολή τους, αναφέρουν πως ανέλαβαν αυτή την πρωτοβουλία διαπιστώνοντας ότι «τον τελευταίο καιρό το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο βάλλεται συστηματικά από μερίδα του Τύπου, αλλά και από ορισμένους αρχαιολόγους, με στόχο να απαξιωθεί τόσο, ώστε να διευκολυνθεί ο ερχομός του "Μεσσία" που θα το σώσει, του ικανού μάνατζερ από το εξωτερικό που θα το κάμει και αυτό επιτέλους μια κερδοφόρα ταμειακή μηχανή, όπως το προβαλλόμενο ως πρότυπο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως».

Τους προκαλεί «αλγεινή εντύπωση η ομολογία ότι τα μουσεία τα χρειαζόμαστε μόνο για να φέρνουν χρήματα στον κρατικό κορβανά και ότι οι αρχαιολόγοι που τα υπηρετούν πρέπει να σκέφτονται και να ενεργούν όπως οι υπάλληλοι επιχειρήσεων».

Δηλώνουν ξεκάθαρα ότι θέλουν «τα μουσεία μας να έχουν υψηλότερους στόχους. Αυτούς που έχουν υπηρετήσει, παρά τις αντίξοες συνθήκες, και στο παρελθόν». Ως απόδειξη αναφέρουν την ολοκλήρωση της έκθεσης των θησαυρών του Μουσείου σε 64 αίθουσες, «με επιστημονική τεκμηρίωση και αισθητική παρουσίαση των εκθεμάτων, χωρίς εξαλλοσύνες και απαράδεκτους μοντερνισμούς, με σεβασμό στο έκθεμα, αλλά και στην αρχιτεκτονική μορφή του νεοκλασικού διατηρητέου κτιρίου του».

Στη συνέχεια αναφέρονται στις δραστηριότητες του Μουσείου, δημοσιεύσεις καταλόγων, εκπαιδευτικά προγράμματα, ερευνητικό έργο επιστημόνων, εκδόσεις κ.λπ.

Επισημαίνουν και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το Μουσείο. «Την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στην οδό Τοσίτσα με τους αξιολύπητους νέους να παίρνουν τη δόση τους», θυμίζοντας και το πρώτο θύμα τους, την αξέχαστη αρχαιολόγο Ηώ Ζερβουδάκη.

«Είναι προκλητικό το κράτος να διαθέτει μια διμοιρία της αστυνομίας για τη φύλαξη του υπουργείου Πολιτισμού στην οδό Μπουμπουλίνας και να αδιαφορεί για την "κιβωτό του ελληνικού πολιτισμού" που βρίσκεται από την άλλη μεριά του δρόμου», σημειώνουν.

Τέλος, καταγγέλλουν την «ανεπαρκή χρηματοδότησή του». «Είναι απορίας άξιον σήμερα, που δεν υπάρχουν χρήματα, να χρηματοδοτούνται από το υπουργείο Πολιτισμού με σημαντικά ποσά ιδιωτικά Μουσεία της Αθήνας, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να βρουν χρήματα από άλλες πηγές, ενώ το Εθνικό να στερείται ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα. Μεγάλη είναι και η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού. Φταίει το προσωπικό του Μουσείου που κλείνουν αίθουσες, όταν δεν υπάρχουν φύλακες;».

Οι υπογράφοντες: Π. Βαλαβάνης, Ευαγγελία Βικέλα, Εμμ. Βουτυράς. Δ. Δαμάσκος, Γ. Δεσπίνης, Αικατερίνη Δεσποίνη, Θεοδώρα Καράγιωργα, Παυλίνα Καραναστάση, Ν. Κατσικούδης, Γεωργία Κοκκορού-Αλευρά, Αγγελική Λεμπέση, Λίλα Μαραγκού, Αλίκη Μουστάκα και Ολγα Παλαγγιά πιστεύουν «ότι τα αρχαιολογικά μουσεία πρέπει να τα στήνουν και να τα διευθύνουν αρχαιολόγοι έμπειροι και, κυρίως, επιστημονικά καταρτισμένοι. Οι μάνατζερ στήνουν και διευθύνουν εμπορικά καταστήματα, όχι πνευματικά ιδρύματα. Το ΥΠΠΟΤ οφείλει να συμβάλει στη λύση των προβλημάτων του Εθνικού Μουσείου και στην ανάδειξή του. Ας εξοικονομήσει κάποια χρήματα από ορισμένες αμφιβόλου ποιότητας δραστηριότητές του και ας δώσει στο ΕΑΜ την οικονομική ενίσχυση που χρειάζεται».

Και κάτι τελευταίο... Διαβάσαμε στον ημερήσιο τύπο για την λίμνη Καϊάφα στην οποία έχει υπάρξει όργιο αυθαίρετης δόμησης και θυμηθήκαμε εκείνη την επίσκεψη, δύο χρόνια περίπου πριν μετά από τις μεγάλες πυρκαγιές στην περιοχή, του Πρωθυπουργού με τον Αθεμπίγιο, τον ισπανό αρχιτέκτονα που, υποτίθεται, θα άλλαζε την περιοχή, δίνοντας το αναπτυξιακό στίγμα της κυβέρνησης. Τελικώς (και μιας και δεν έγινε τίποτα από τότε) απ' ότι φαίνεται ο Γιώργος τον πήγε εκεί για να του δείξει πώς θα κάνει την υπόλοιπη Ελλάδα, πράγμα που (είμαστε σίγουροι ότι θα συμφωνήσετε) πέτυχε με απόλυτη επιτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: