Φαντάζει περίεργο σήμερα, αλλά ακόμα και μετά την τραγωδία της Κύπρου μετά τη διπλή τουρκική εισβολή, που τελικά οδήγησε στην πτώση της Χούντας, υπήρχαν για καιρό υποστηρικτές και πρωταίτιοι της Δικτακτορίας που όχι μόνο κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, αλλά διατηρούσαν και επιτελικές θέσεις στο στράτευμα.
Η παρουσία τους ήταν ένας από τους κύριους λόγους που όταν ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές του 1974, τοποθέτησε στη θέση του Υπουργού Άμυνας, τον Σόλωνα Γκίκα. Ο Γκίκας ήταν ένας πολιτικός - απόστρατος του Στρατού και κινηματίας του ΙΔΕΑ στα 1953 - με άριστες σχέσεις με φιλοχουντικούς αξιωματικούς, του οποίου ο ρόλος ήταν να οδηγήσει σε μια ήπια μετάβαση προς τη δημοκρατία. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά, αφού αφενός μεν ο Γκίκας δυσκολευόταν να συνετίσει τους ομοϊδεάτες του και αφετέρου γιατί μέσα στο στρατό υπήρχαν αρκετοί που πίστευαν ότι η Χούντα είχε "αδικηθεί" και ότι δεν είχε "ολοκληρώσει το έργο της". Αποτέλεσμα αυτών των αντιλήψεων και της έλλειψης δράσης που θα ξεκαθάριζε το τοπίο, ήταν ορισμένοι από τους εναπομείναντες (στο στράτευμα) χουντικούς να προσπαθήσουν να πραγματοποιήσουν νέο πραξικόπημα. Αυτό ονομάστηκε εκ των υστέρων, χιουμοριστικά ως "πραξικόπημα της πιτζάμας", γιατί πολλοί από τους συνωμότες συνελήφθησαν ενώ φορούσαν τις πιτζάμες τους. Τα όσα έγιναν εκείνη την περίοδο παρουσιάζονται στο παρακάτω αφιέρωμα του Γιάννη Δημητρέλλου, το οποίο αναδημοσιεύουμε:
"Την 23η ημέρα του Ιουλίου του 1974, η Χούντα των Συνταγματαρχών ήταν πλέον μια ανάμνηση σε αποχρώσεις του ασπρόμαυρου, βουτηγμένη σε λίμνες αίματος εκείνων που αγωνίστηκαν για την ελευθέρια του λόγου και τη δημοκρατία. Η χώρα είχε πια νέο πολίτευμα (αβασίλευτη δημοκρατία) και νέα, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.Η Ελλάδα μπορούσε να κοιτάξει μπροστά ως μια ελεύθερη χώρα, με τα μάτια στραμμένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς άλλες καταπιέσεις ατομικών ελευθερίων. Όμως η αμηχανία και η καθυστέρηση λήψης αποφάσεων για τις τύχες των ενορχηστρωτών της Χούντας της 21ης Απριλίου 1967, κυοφορούσε κινδύνους. Μια νέα «επανάσταση» ήταν στα σκαριά. Μια επανάσταση με πιτζάμες.Η μεγάλη εικόνα για την ελληνική κοινωνία, ήταν η επιστροφή του Καραμανλή στη χώρα και η απόσυρση των συνταγματαρχών στο σκοτάδι της ανυποληψίας. Αν και η Νέα Δημοκρατία είχε κερδίσει τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Ιουλίου του 1974 με ποσοστό αυτοδυναμίας (54.37%), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πάλευε ήδη με εύθραυστες κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες.Από τη μια πλευρά, ο δεύτερος «Αττίλας» του Αυγούστου 1974 έδειχνε πως η κρίση του κυπριακού μόλις ξεκινούσε. Από την άλλη, το ζήτημα της εκκαθάρισης φιλοχουντικών στοιχείων μέσα στο στράτευμα, έπρεπε να προχωρήσει. Τελικά, το καλοκαίρι/φθινόπωρο του 1974 αποστρατεύτηκαν μόλις δύο ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς (Mπονάνος, Γαλατσάνος) καθώς και περίπου 35 αξιωματικοί και των τριών όπλων, όπως και των ηγεσιών της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων και της KYΠ. Πέραν αυτών των περιορισμένης έκτασης αλλαγών, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν προχώρησε σε εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις και αποστρατείες, φοβούμενος πως τέτοιες κινήσεις θα προκαλούσαν αντιδράσεις σε πυρήνες υποστήριξης των δικτατόρων εντός των Ενόπλων Δυνάμεων και παράλληλα θα έκαμπταν το αξιόπιστο και τη μαχητικότητα του ελληνικού στρατού.
Στη σκιά της χούντας
Στις 11 Αυγούστου 1974, λίγο πριν από την έναρξη σύσκεψης στην οποία θα συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Σόλων Γκίκας και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, ο Καραμανλής πληροφορήθηκε πως αναμενόταν πραξικοπηματική ενέργεια από ομάδες αξιωματικών υπό τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, μέλος της ομάδας των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου, που είχε αναλάβει προσωρινά την εξουσία το Νοέμβριο του 1973.Ο στόχος του πραξικοπήματος ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης και η σύλληψη του ίδιου του Καραμανλή. Ο Καραμανλής μετέφερε την πληροφορία στους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, ζητώντας τους επιτακτικά να απομακρυνθούν τα φιλοχουντικά στοιχεία από το στράτευμα. Στη συνέχεια δήλωσε: «Είπα εις τους αρχηγούς των Επιτελείων ότι είναι ζήτημα αξιοπρέπειασ και δι’ εμέ και δι’ αυτούς να εξουδετερώσουν εντός της ημέρας τα καρκινώματα αυτά, ή αλλιώς να παραιτηθούν. Τους έταξα προθεσμίαν […] δια να μου ειπούν εάν αναλαμβάνουν ή όχι την ευθύνην αυτήν και τους εδήλωσα ότι εάν δε συνεμορφώνοντο θα ημήν υποχρεωμένος να παραιτηθώ ή να καλέσω εντός της ημέρας τον λαόν εις την Πλατείαν Συντάγματος…». Δεν ίδρωσαν πολλά αυτιά, όπως αποδείχθηκε τους μήνες που ακολούθησαν.
Πόλεμος ή μήπως ο Καραμανλής νεκρός;
Ο χειμώνας του 1974 ήταν μάλλον εφιαλτικός για την ελληνική κοινωνία, που συνειδητοποιούσε πως για να γυρνούσε ο ήλιος της δημοκρατίας ήθελε (κι άλλη) δουλειά πολλή. H Ένωση Κέντρου, το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της Αριστεράς ζητούσαν την άμεση αποπομπή φιλοχουντικών στελεχών από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Δεν είχαν άδικο.Οι στυλοβάτες της 21ης Απριλίου (Γ.Παπαδόπουλος, Σ.Παττακός, Ν.Μακαρέζος, Μ.Ρουφογάλας, Γ.Λαδάς) βρίσκονταν υπό περιορισμό σε ξενοδοχείο της Τζιάς, ενώ υφιστάμενοι και συνεργάτες τους, όπως ο Νίκος Ντερτιλής, ο Βαγγέλης Μάλλιος και ο Θόδωρος Θεοφιλογιαννάκος κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Τον Ιανουάριο του 1975, η κυβέρνηση επιχείρησε να «τρέξει» την κάθαρση από τα «σταγονίδια» της Χούντας, όπως τα αποκαλούσε ο Αβέρωφ.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Στεφανάκος κατέθεσε στη Βουλή ψήφισμα που υπογράμμιζε πως «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη» και περιέγραφε το κίνημα της 21ης Απριλίου ως πραξικόπημα που γέννησε κυβερνήσεις βίας και καταστολής των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού. Το ψήφισμα εγκρίθηκε, ανοίγοντας το δρόμο για την καταδίκη των πραξικοπηματιών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν για πρώτη φορά με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, από την Τζιά στις φυλακές Κορυδαλλού.
Όμως ο λαός δεν είχε πειστεί από αυτές τις κινήσεις. Φήμες ξεσπούσαν πως η δραχμή είχε υποτιμηθεί 50%, πως βρισκόμασταν στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία, πως ο Καραμανλής και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν νεκροί. Τα συλλαλητήρια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη στις 15 και 16 Ιανουαρίου οδηγούν την κυβέρνηση σε έκδοση ανακοίνωσης που επιβεβαίωνε πως «όλαι αι οι φήμαι αυταί είναι τελείως ανυπόστατοι».
23 Φεβρουαρίου, βράδυ
Η προφυλάκιση του ταξίαρχου Ιωαννίδη ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τα «σταγονίδια», τους αξιωματικούς-απομεινάρια της χούντας. Ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης δεν έχασαν λεπτό: με συναντήσεις σε διαμερίσματα της Αθήνας (στην περιοχή του Κουκακίου και στο Χίλτον, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής) επιχειρούσαν να μυήσουν κι άλλους πρόθυμους αξιωματικούς στο υπό διαμόρφωση κίνημα τους.Η τελευταία τους συνάντηση έγινε στις 23 Φεβρουαρίου στη Λάρισα, όταν πια το κίνημα είχε πάρει μορφή και ήταν έτοιμο για δράση. Οι συνωμότες σκόπευαν να καταλάβουν κεντρικές στρατιωτικές μονάδες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, ενώ για την Αθήνα το σχέδιο τους περιλάμβανε και την περικύκλωση της Βουλής με τεθωρακισμένα και την κατάληψη των κτιρίων της ΕΡΤ/ΥΕΝΕΔ. Απώτερος στόχος τους, η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για την παροχή γενικής αμνηστίας στους αξιωματικούς της χούντας, ενώ σε περίπτωση αντίστασης, προβλεπόταν και η σύλληψη πολιτικών και άλλων γνωστών προσώπων της δημόσιας ζωής.
24 Φεβρουαρίου, ξημερώματα
Όπως κάθε sequel είναι πιο μέτριο από την original ταινία, κάτι αντίστοιχο συνέβη και με αυτή τη διαδικασία μύησης αξιωματικών, που έγινε με τόση βιασύνη που ακόμα και ο ίδιος ο Μακιαβέλι θα εξοργιζόταν. Αρκετοί από τους αξιωματικούς που βρίσκονταν σε επαφή με το κίνημα ήταν και από την αεροπορία και το ναυτικό, όπου εκεί οι φιλοκυβερνητικοί πνεύμονες ήταν ιδιαιτέρως πολυπληθείς.Ανάμεσα τους είχε εισχωρήσει και ο τότε διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας της ΚΥΠ, Ιωάννης Αλεξάκης, ο οποίος παρακολουθούσε τις εξελίξεις και ενημέρωνε την κυβέρνηση. Ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν πλήρως ενήμερος πως η στάση των αξιωματικών θα ξεσπούσε στο χρονικό διάστημα 25 Φεβρουαρίου – 8 Μαρτίου και αυτή τη φορά δεν υπήρξε ολιγωρία. Τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου οι αποστρατευθέντες αξιωματικοί και εκείνοι που βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα συνελήφθησαν στα σπίτια τους, ενώ οι εν ενεργεία κλήθηκαν εσπευσμένα στις μονάδες τους, ώστε να συλληφθούν. Οι πρώτοι, φορούσαν ακόμα τις πιτζάμες τους όταν τέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του νόμου. Το «Κίνημα της Πιτζάμας» έπεφτε με τρόπο εκκωφαντικό.
«NATO-CIA – Προδοσία»
Με το φως του ήλιου, η Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 1975 είναι η χειρότερη μέρα της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μέχρι τις επόμενες. Ο πρωθυπουργός πληροφορείται το γεγονός από τον Αβέρωφ ενώ βρισκόταν σε διάσκεψη για την Παιδεία, και εξοργισμένος ακούει πως έχει κηρυχθεί μερική επιφυλακή στο στράτευμα. Ζητάει γενική επιφυλακή στον στρατό και οι πρώτες φήμες ξεγλιστρούν από τα έδρανα της Βουλής, κάνοντας λόγο για κήρυξη πραξικοπήματος, για τανκς στους δρόμους. Οι φοιτητές συγκεντρώνονται ξανά στα πανεπιστήμια. Το Πολυτεχνείο δεν πέθανε ποτέ. Η κυβέρνηση διευκρίνισε στη Βουλή πως «ολίγοι άφρονες εκινήθησαν κατά τρόπον συνωμοτικόν» και πως η επιφυλακή είναι το αναγκαίο μέτρο σε αυτή την περίπτωση. Ο Γεώργιος Μαύρος, ηγέτης της Ένωσης Κέντρου και ο Ανδρέας Παπανδρέου ζητούν την παραίτηση του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την άμεση παραπομπή των αξιωματικών της χούντας σε δίκη.Το ΠΑΣΟΚ βλέπει ακόμα και εμπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στο πραξικόπημα. Τις μέρες που θ’ ακολουθήσουν, η ΚΝΕ, ο Ρήγας Φεραίος, η Νεολαία του ΠΑΣΟΚ και πολλές ακόμα κομματικές/φοιτητικές νεολαίες θα ξεχυθούν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας συνθήματα όπως «ο λαός απαιτεί, οι φασίστες στο Γουδί» και «ΝΑΤΟ-CIA-Προδοσία». Η οργή του κόσμου ξεχειλίζει, η πίεση προς την κυβέρνηση αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ ενημερώνοντας το σώμα των βουλευτών, επιχείρησε να εξηγήσει: «Το περίφημο πρόβλημα της λεγόμενης αποχουντοποιήσεως ως προς ότι αφορά τους νεότερους αξιωματικούς δεν μπορεί να είναι ποσοτικόν. Είναι και πρέπει να είναι ποιοτικόν».
Επιτέλους, δίκη
Στις 21 Ιουλίου και κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών (Ρουφ) ξεκίνησε η δίκη των 21 αξιωματικών που είχαν εμπλακεί στη συνωμοσία του Φεβρουαρίου. Λίγες εβδομάδες πριν, είχε ξεκινήσει η δίκη για τα βασανιστήρια των ΕΑΤ/ΕΣΑ, ενώ στις 28 του ίδιου μήνα στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, οι συνένοχοι της απριλιανής δικτατορίας καλούνταν ενώπιον του νόμου.Αρκετοί μάρτυρες προσκόμισαν λεπτομέρειες για τη δράση του «κινήματος της πιτζάμας» όμως το Στρατοδικείο δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει επαρκές κατηγορητήριο για όλους τους εμπλεκόμενους. Μόλις 14 εκ των 21 αξιωματικών καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης (4 έως 12 χρόνια) και οι υπόλοιποι επτά κρίθηκαν παμψηφεί αθώοι. Στο αναθεωρητικό δικαστήριο ορισμένες εκ των ποινών αναπροσαρμόστηκαν προς τα κάτω, ενώ οι ταξίαρχοι Ιωαννίδης – Παπαποστόλου δικάστηκαν και από πολιτικό δικαστήριο, σε ποινές 14 και 10 ετών αντίστοιχα. Η μεταπολίτευση στους πρώτους της μήνες δεν είχε έρθει σαν καβαλάρης σε άσπρο άλογο, αλλά σαν ένα πολιτικό θρίλερ μιας δημοκρατίας πληγωμένης, που παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να σηκώνεται για να σκουπίζει αυτά τα σταγονίδια της φρίκης, που ακόμα δε λένε να στραγγίξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου