Ημέρα μνήμης για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και αναρωτιόμαστε αν έχουν αλλάξει καθόλου τα πράγματα από την μαύρη μέρα της εισβολής. Μπορεί η Χούντα να έπεσε μεν, αλλά ακόμα και σήμερα, οι υπαίτιοι της εθνικής καταστροφής κυκλοφορούν ελεύθεροι, ενώ ακόμα και σήμερα εκείνοι που οδήγησαν την Τουρκία στην εισβολή, κρατώντας την απ' το χέρι, αποτελούν τους καλύτερους φίλους μας.
Το Κυπριακό, όπως και το Σκοπιανό, θα έπρεπε να έχουν λυθεί χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως η χώρα μας ποτέ δεν πάλεψε πραγματικά για να γίνει αυτό, αφού ποτέ δεν κινήθηκε διπλωματικά για μια λύση υπέρ της. Βασίστηκε πάντα στο δόγμα "το δίκιο είναι με το μέρος μας" πράγμα που είναι ηθικά σωστό αλλά διπλωματικά δεν αρκεί.
Πολλοί σήμερα ξεχνούν και λένε "γιατί είναι το Κυπριακό πρόβλημα της Ελλάδας;", κάνοντας τους Άγγλους διοικητές των δεκαετιών του '30, του '40 και του '50 να χαμογελούν όπου και να είναι τώρα. Με τέτοια ερωτήματα, ο σκοπός της δημιουργίας της "ανεξάρτητης" Κύπρου, που ήταν ν' αποκοπεί "συναισθηματικά" η Κύπρος από την Ελλάδα, έχει επιτευχθεί. Γιατί αυτοί ξέρουν ότι ο Κυπριακός απελευθερωτικός αγώνας δεν έγινε για να γίνει η Κύπρος ανεξάρτητη. Το κύριο σύνθημα του ΕΟΚΑ ήταν "Ένωση με την Ελλάδα" (πράγμα που ακόμα και το ΑΚΕΛ υποστήριζε σθεναρά μέχρι και μετά το '74). Γι' αυτό χύθηκε τόσο αίμα στην Κύπρο, όπως επίσης γι' αυτό έφαγαν τόσοι και τόσοι Ελλαδίτες ξύλο από τις δυνάμεις καταστολής στις εκατοντάδες διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν την Ελλάδα για χρόνια ολόκληρα. Γι' αυτό έγινε και το περίφημο δημοψήφισμα για την Ένωση μεταξύ 15-22 Ιανουαρίου 1950.
Αξίζει να δούμε λίγα πράγματα γι' αυτό: oι Έλληνες Κύπριοι υπέγραφαν σε ειδικά φύλλα χαρτιού που έγραφαν στο πάνω μέρος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα: ΑΞΙΟΥΜΕΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ο εθναρχικός σύμβουλος Σάββας Λοϊζίδης σημειώνει: «Πραγματική ιεροτελεστία συνετελείτο εις τους ναούς των πόλεων και των χωρίων όπου οι Κύπριοι προσήρχοντο δακρύοντες. Και αφού προσεκύνουν τας ιεράς εικόνας, υπέγραφον την προς Ένωσιν αξίωσιν».
Ολόκληρος ο Ελληνικός Κυπριακός λαός -ακόμα και μερικοί Τούρκοι- ψήφισαν την αξίωση για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Συνολικά -εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους- ψήφισε την Ένωση το 96%. Το δημοψήφισμα υπήρξε μια έντονη και αποστομωτική απάντηση στους Άγγλους που συχνά ισχυρίζονταν πως μονάχα η Εκκλησία της Κύπρου δημιουργεί θόρυβο για την Ένωση. Οι κατάλογοι-τόμοι του Δημοψηφίσματος, υπογράφηκαν εις τετραπλούν, ώστε να προκύψουν 4 σειρές. Η μία σειρά παρέμεινε στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου, η δεύτερη στάλθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, η τρίτη στην αγγλική Κυβέρνηση και η τέταρτη στον Ο.Η.Ε. Συνολικά υπέγραψαν 215.108 Ελληνοκύπριοι από τους 224.745. Πρώτη υπογραφή ήταν του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Β και ακολουθούσαν οι υπογραφές των άλλων Μητροπολιτών.Τους τόμους του Δημοψηφίσματος ανέλαβε να μεταφέρει στους παραλήπτες τριμελής πρεσβεία.
Για την εισβολή των Τούρκων (για την οποία ο "φίλος" Ερντογάν έκανε προκλητικότατες δηλώσεις που δε συνάδουν με το "πνεύμα κατανόησης" που υποτίθεται ότι υπάρχει) δεν θα πούμε πολλά. Η ευθύνη της Χούντας είναι τεράστια, γιατί έδωσε την αφορμή (με το προδοτικό για τα εθνικά συμφέροντα πραξικόπημα) για να γίνει το έγκλημα. Και αυτό το πληρώνουμε ακόμα και σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, ζώντας δύο σπάνια φαινόμενα στον σημερινό κόσμο: Ένα έθνος να χωρίζεται σε δύο κράτη (για μη πολιτειακούς λόγους) και να υπάρχει μια πρωτεύουσα χωρισμένη με τείχος.
Και για όσους δεν ξέρουν τι έγινε τότε, παραθέτουμε την παρακάτω μαρτυρία του Δρ. Κουτσιούκ για τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Ο οικονομολόγος Κιουτσιούκ, από τον οποίο πήρε συνέντευξη η κα. Ιορδανίδου, συμμετείχε στις επιχειρήσεις Αττίλας 2, τον Αύγουστο του ’74, ως έφεδρος αξιωματικός του τουρκικού στρατού.
«Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ’ αυτές. Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ’ το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο, αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ’ αυτό που έβλεπα, σ’ αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το ’βλεπα, ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα ’δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του, που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον “από μηχανής Θεό”. Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ’ τη ζέστη και το φόβο του θανάτου, μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.Πριν προλάβω να το σκάσω απ’ το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ’ ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές, μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου ’γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να ’μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να ’ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. “Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί;”, ρωτούσε ο Ντύλαν το ’70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν’ απαντήσω......
Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα, βλέπεις, και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου ’λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ’ ένα λοχία, μπήκα σ’ ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο...».
«Ο τουρκικός στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ’ αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».
Ο Δρ. Κιουτσούκ, μέσα από την αφήγησή του, υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις τις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες οι Τουρκοκύπριοι.«Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι... Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: “Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;”. Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτόν που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και, στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”, ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».
Και κάτι τελευταίο... Στις δύσκολες στιγμές που περνάμε, είναι λογικό να περιμένουμε καλά νέα από κάπου. Αυτό το κάπου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ο αθλητισμός και ο πολιτισμός - αλλά κι εκεί δυστυχώς έχουμε (με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις σε μικρά σε δημοτικότητα αθλήματα) μια έλλειψη διάθεσης προσφοράς. Το περιγράφει γλαφυρά ο Αντώνης Πανούτσος στην "Sportday":
"«Orientales, la Patria o la Tumba!
Libertad o con gloria morir!
Es el voto que el alma pronuncia,
Y que heroicos sabremos cumplir!
…
Si enemigos, la lanza de Marte
Si tiranos, de Bruto el punal».
Και τώρα, αφού αναγκάστηκα να φάω 97 στίχους, μια και εκτός από μεγαλύτερη χώρα η Ουρουγουάη έχει και τον μεγαλύτερο σε στίχους ύμνο, μπορείτε να ξανακάτσετε. Γιατί μια ζωή όρθιοι να σταθούμε, δεν θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την οφειλόμενη τιμή στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική χώρα του πλανήτη και στον μεγαλύτερο αρχηγό, τον Ντιέγκο Φορλάν, που έστειλε την εθνική Αργεντινής για τσάι. Στην Εθνική Ελλάδας ποδοσφαίρου, που με το που πήραν το Euro τα παιδιά μας, δεν σταμάτησαν να λένε: «Δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα». Στην Εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ σπρώχνονται ποιος θα την πρωτοκάνει. Αντίθετα, στην εθνική Ουρουγουάης που έχει κερδίσει δύο Παγκόσμια και πέρυσι έφτασε στον ημιτελικό, ακόμα και όταν η ομάδα έμεινε με 10 παίκτες στο 40' λόγω της αποβολής του Πέρεζ, κανένας δεν τα παράτησε, κανένας δεν βολεύτηκε με την ιδέα ότι θα τα ρίξει στη διαιτησία, αλλά συνέχισαν να το παλεύουν μέχρι να φτάσουν στην παράταση και τα πέναλτι και να αποκλείσουν την Αργεντινή. Αιώνια δόξα στον μεγάλο αρχηγό Ντιέγκο Φορλάν και τον συγκλονιστικό τερματοφύλακα Μουσλέρα, που σε μία φάση στο δεύτερο ημίχρονο του σουτάρουν την μπάλα από τα δύο μέτρα στο πρόσωπο και αντί να κάνει γκριμάτσα αυτός, έκανε η μπάλα.
Αντε να δω τον Ντιέγκο Φορλάν να σηκώνει το κύπελλο και τον παρασημοφορεί ο πρόεδρος Μουχίκα (φωτό) που την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας ήταν τουπαμάρος, πυροβολήθηκε έξι φορές, έμεινε στη φυλακή 17 χρόνια και για απομόνωση τον είχαν στον πάτο ενός πηγαδιού για δύο χρόνια. Σήμερα σε ηλικία 76 ετών ζει σε ένα απλό φτωχικό αγρόκτημα και για αυτοκίνητο έχει ένα σκαραβαίο. Ετσι, για σύγκριση με τους δικούς μας, που στη δικτατορία έκαναν το Παρίσι και τη Στοκχόλμη τόπους εξορίας και πρέπει να ανατριχιάζουμε ότι τους κρατήσανε ένα μήνα στο εξοχικό τους. Φόρτσα, μωρή Ουρουγουάη, με τους μεγάλους σου παίκτες και στους μεγάλους σου πολιτικούς. Libertad o con gloria mourir, που λέμε και στο χωριό μου."
Το Κυπριακό, όπως και το Σκοπιανό, θα έπρεπε να έχουν λυθεί χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως η χώρα μας ποτέ δεν πάλεψε πραγματικά για να γίνει αυτό, αφού ποτέ δεν κινήθηκε διπλωματικά για μια λύση υπέρ της. Βασίστηκε πάντα στο δόγμα "το δίκιο είναι με το μέρος μας" πράγμα που είναι ηθικά σωστό αλλά διπλωματικά δεν αρκεί.
Πολλοί σήμερα ξεχνούν και λένε "γιατί είναι το Κυπριακό πρόβλημα της Ελλάδας;", κάνοντας τους Άγγλους διοικητές των δεκαετιών του '30, του '40 και του '50 να χαμογελούν όπου και να είναι τώρα. Με τέτοια ερωτήματα, ο σκοπός της δημιουργίας της "ανεξάρτητης" Κύπρου, που ήταν ν' αποκοπεί "συναισθηματικά" η Κύπρος από την Ελλάδα, έχει επιτευχθεί. Γιατί αυτοί ξέρουν ότι ο Κυπριακός απελευθερωτικός αγώνας δεν έγινε για να γίνει η Κύπρος ανεξάρτητη. Το κύριο σύνθημα του ΕΟΚΑ ήταν "Ένωση με την Ελλάδα" (πράγμα που ακόμα και το ΑΚΕΛ υποστήριζε σθεναρά μέχρι και μετά το '74). Γι' αυτό χύθηκε τόσο αίμα στην Κύπρο, όπως επίσης γι' αυτό έφαγαν τόσοι και τόσοι Ελλαδίτες ξύλο από τις δυνάμεις καταστολής στις εκατοντάδες διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν την Ελλάδα για χρόνια ολόκληρα. Γι' αυτό έγινε και το περίφημο δημοψήφισμα για την Ένωση μεταξύ 15-22 Ιανουαρίου 1950.
Αξίζει να δούμε λίγα πράγματα γι' αυτό: oι Έλληνες Κύπριοι υπέγραφαν σε ειδικά φύλλα χαρτιού που έγραφαν στο πάνω μέρος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα: ΑΞΙΟΥΜΕΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ο εθναρχικός σύμβουλος Σάββας Λοϊζίδης σημειώνει: «Πραγματική ιεροτελεστία συνετελείτο εις τους ναούς των πόλεων και των χωρίων όπου οι Κύπριοι προσήρχοντο δακρύοντες. Και αφού προσεκύνουν τας ιεράς εικόνας, υπέγραφον την προς Ένωσιν αξίωσιν».
Ολόκληρος ο Ελληνικός Κυπριακός λαός -ακόμα και μερικοί Τούρκοι- ψήφισαν την αξίωση για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Συνολικά -εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους- ψήφισε την Ένωση το 96%. Το δημοψήφισμα υπήρξε μια έντονη και αποστομωτική απάντηση στους Άγγλους που συχνά ισχυρίζονταν πως μονάχα η Εκκλησία της Κύπρου δημιουργεί θόρυβο για την Ένωση. Οι κατάλογοι-τόμοι του Δημοψηφίσματος, υπογράφηκαν εις τετραπλούν, ώστε να προκύψουν 4 σειρές. Η μία σειρά παρέμεινε στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου, η δεύτερη στάλθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, η τρίτη στην αγγλική Κυβέρνηση και η τέταρτη στον Ο.Η.Ε. Συνολικά υπέγραψαν 215.108 Ελληνοκύπριοι από τους 224.745. Πρώτη υπογραφή ήταν του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Β και ακολουθούσαν οι υπογραφές των άλλων Μητροπολιτών.Τους τόμους του Δημοψηφίσματος ανέλαβε να μεταφέρει στους παραλήπτες τριμελής πρεσβεία.
Για την εισβολή των Τούρκων (για την οποία ο "φίλος" Ερντογάν έκανε προκλητικότατες δηλώσεις που δε συνάδουν με το "πνεύμα κατανόησης" που υποτίθεται ότι υπάρχει) δεν θα πούμε πολλά. Η ευθύνη της Χούντας είναι τεράστια, γιατί έδωσε την αφορμή (με το προδοτικό για τα εθνικά συμφέροντα πραξικόπημα) για να γίνει το έγκλημα. Και αυτό το πληρώνουμε ακόμα και σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, ζώντας δύο σπάνια φαινόμενα στον σημερινό κόσμο: Ένα έθνος να χωρίζεται σε δύο κράτη (για μη πολιτειακούς λόγους) και να υπάρχει μια πρωτεύουσα χωρισμένη με τείχος.
Και για όσους δεν ξέρουν τι έγινε τότε, παραθέτουμε την παρακάτω μαρτυρία του Δρ. Κουτσιούκ για τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Ο οικονομολόγος Κιουτσιούκ, από τον οποίο πήρε συνέντευξη η κα. Ιορδανίδου, συμμετείχε στις επιχειρήσεις Αττίλας 2, τον Αύγουστο του ’74, ως έφεδρος αξιωματικός του τουρκικού στρατού.
«Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ’ αυτές. Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ’ το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο, αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ’ αυτό που έβλεπα, σ’ αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το ’βλεπα, ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα ’δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του, που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον “από μηχανής Θεό”. Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ’ τη ζέστη και το φόβο του θανάτου, μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.Πριν προλάβω να το σκάσω απ’ το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ’ ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές, μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου ’γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να ’μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να ’ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. “Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί;”, ρωτούσε ο Ντύλαν το ’70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν’ απαντήσω......
Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα, βλέπεις, και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου ’λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ’ ένα λοχία, μπήκα σ’ ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο...».
«Ο τουρκικός στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ’ αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».
Ο Δρ. Κιουτσούκ, μέσα από την αφήγησή του, υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις τις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες οι Τουρκοκύπριοι.«Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι... Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: “Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;”. Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτόν που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και, στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”, ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».
Και κάτι τελευταίο... Στις δύσκολες στιγμές που περνάμε, είναι λογικό να περιμένουμε καλά νέα από κάπου. Αυτό το κάπου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ο αθλητισμός και ο πολιτισμός - αλλά κι εκεί δυστυχώς έχουμε (με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις σε μικρά σε δημοτικότητα αθλήματα) μια έλλειψη διάθεσης προσφοράς. Το περιγράφει γλαφυρά ο Αντώνης Πανούτσος στην "Sportday":
"«Orientales, la Patria o la Tumba!
Libertad o con gloria morir!
Es el voto que el alma pronuncia,
Y que heroicos sabremos cumplir!
…
Si enemigos, la lanza de Marte
Si tiranos, de Bruto el punal».
Και τώρα, αφού αναγκάστηκα να φάω 97 στίχους, μια και εκτός από μεγαλύτερη χώρα η Ουρουγουάη έχει και τον μεγαλύτερο σε στίχους ύμνο, μπορείτε να ξανακάτσετε. Γιατί μια ζωή όρθιοι να σταθούμε, δεν θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την οφειλόμενη τιμή στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική χώρα του πλανήτη και στον μεγαλύτερο αρχηγό, τον Ντιέγκο Φορλάν, που έστειλε την εθνική Αργεντινής για τσάι. Στην Εθνική Ελλάδας ποδοσφαίρου, που με το που πήραν το Euro τα παιδιά μας, δεν σταμάτησαν να λένε: «Δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα». Στην Εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ σπρώχνονται ποιος θα την πρωτοκάνει. Αντίθετα, στην εθνική Ουρουγουάης που έχει κερδίσει δύο Παγκόσμια και πέρυσι έφτασε στον ημιτελικό, ακόμα και όταν η ομάδα έμεινε με 10 παίκτες στο 40' λόγω της αποβολής του Πέρεζ, κανένας δεν τα παράτησε, κανένας δεν βολεύτηκε με την ιδέα ότι θα τα ρίξει στη διαιτησία, αλλά συνέχισαν να το παλεύουν μέχρι να φτάσουν στην παράταση και τα πέναλτι και να αποκλείσουν την Αργεντινή. Αιώνια δόξα στον μεγάλο αρχηγό Ντιέγκο Φορλάν και τον συγκλονιστικό τερματοφύλακα Μουσλέρα, που σε μία φάση στο δεύτερο ημίχρονο του σουτάρουν την μπάλα από τα δύο μέτρα στο πρόσωπο και αντί να κάνει γκριμάτσα αυτός, έκανε η μπάλα.
Αντε να δω τον Ντιέγκο Φορλάν να σηκώνει το κύπελλο και τον παρασημοφορεί ο πρόεδρος Μουχίκα (φωτό) που την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας ήταν τουπαμάρος, πυροβολήθηκε έξι φορές, έμεινε στη φυλακή 17 χρόνια και για απομόνωση τον είχαν στον πάτο ενός πηγαδιού για δύο χρόνια. Σήμερα σε ηλικία 76 ετών ζει σε ένα απλό φτωχικό αγρόκτημα και για αυτοκίνητο έχει ένα σκαραβαίο. Ετσι, για σύγκριση με τους δικούς μας, που στη δικτατορία έκαναν το Παρίσι και τη Στοκχόλμη τόπους εξορίας και πρέπει να ανατριχιάζουμε ότι τους κρατήσανε ένα μήνα στο εξοχικό τους. Φόρτσα, μωρή Ουρουγουάη, με τους μεγάλους σου παίκτες και στους μεγάλους σου πολιτικούς. Libertad o con gloria mourir, που λέμε και στο χωριό μου."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου