Έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν με μικρή ανταπόκριση, για τα αποτελέσματα της Γερμανικής Κατοχής στην χώρα μας (ακόμα και στα ιστορικά μνημεία τα οποία υποτίθεται ότι σέβονταν) που στηρίζουν απόλυτα τις όποιες διεκδικήσεις υπάρχουν από την χώρα μας (όχι την πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας της κυβέρνησης - αυτή θα ήθελε να βάλει το θέμα στο συρτάρι πάλι). Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια κινητικότητα στο θέμα με αφορμή τη προετοιμασία του πορίσματος από την αρμόδια επιτροπή για το ύψος αυτών και τα νομικά επιχειρήματα που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν από ελληνικής πλευράς, καθώς και από τις δηλώσεις του ανεκδιήγητου Σόιμπλε, ο οποίος θεωρεί ότι "δανεικά" δικαιούνται να παίρνουν πίσω μόνο οι Γερμανοί...Με αφορμή αυτά αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο της Ν. Τζανετάκου από την "Ελευθεροτυπία" που αναφέρεται στο παρελθόν και παρουσιάζει τα νομικά επιχειρήματα που προτείνει να χρησιμοποιηθούν, η απόρρητη έκθεση της αρμόδιας επιτροπής... Έχει ενδιαφέρον...
Μέθοδοι υφαρπαγής
Την τότε κατοχική περίοδο οι Γερμανοί αξιωματούχοι οργάνωναν και μετείχαν σε συσκέψεις με την «ελληνική κυβέρνηση» για τη μεθόδευση της υφαρπαγής, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που αφορούν τη σύναψη συμφωνίας το 1942, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους ειδικούς εντεταλμένους του Αξονα. Αναφέρονται τα εξής:
«Της Συσκέψεως ήτις εγένετο την νύκτα της 1 προς την 2 Δεκεμβρίου 1942 εν Αθήναις μεταξύ του Ελληνος Πρωθυπουργού και υπουργού των Οικονομικών αφ' ενός και των Πληρεξουσίων και ειδικών εντεταλμένων του Αξονος αφ' ετέρου...».1
Το γερμανικό Γ' Ράιχ από τον Απρίλη 1943 ξεκίνησε όμως την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και μάλιστα μέχρι τον Σεπτέμβριο 1944 κατεβλήθησαν ορισμένες εξοφλητικές δόσεις.
Στο αποκαλυπτικό έγγραφο2 παρατίθεται το εξής απόσπασμα: «Εχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσωμεν δεόντως οπισθογεγραμμένην παρ' ημών την υπ' αριθμ. 68825/13-05-44 επιταγήν του Ειδικού Πληρεξουσίου του Υπουργείου των Εξωτερικών του Ράιχ διά την Νότιον Ανατολήν εκ δραχμών οκτακοσίων δισεκατομμυρίων και να παρακαλέσωμεν σαν το ποσόν τούτο φέρητε εις πίστωσιν του παρ' υμίν λογαριασμού "Ελληνικόν Δημόσιον - Επιστροφή παρά Γερμανικών Υπηρεσιών διά τους ειδικούς λογαριασμούς Βγ1 και Βγ2"».
Σημειώνεται ότι ο ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος, στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις, ήταν λογαριασμός όχι των αρχών Κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων και αυτό γινόταν κατ' απαίτηση των ίδιων των αρχών Κατοχής.
Ο Χίτλερ πλήρωνε...
Ετσι, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του διοικητή της ΤτΕ, Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η Γερμανία έχει κατά καιρούς προβάλει επιχειρήματα προκειμένου να «αποδεσμευτεί» από την υποχρέωσή της προς την Ελλάδα όσον αφορά το κατοχικό δάνειο.
Επικαλείται τη δήλωση -προφορική και μυστική- περί παραίτησης της Ελλάδας από τις απαιτήσεις της, προς τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ, του «εθνάρχη» Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ως πρωθυπουργός επισκέφτηκε τη Βόνη τον Νοέμβριο 1958.
Ωστόσο, στις 31 Μαρτίου 1967 η Γερμανία, απαντώντας σε ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας, αναγνωρίζει ότι η Αθήνα έχει νόμιμες αξιώσεις τόσο επί του κατοχικού δανείου όσο και επί των επανορθώσεων, από τις οποίες ουδέποτε παραιτήθηκε.
Τώρα, η γερμανική πλευρά ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδας, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18ης Μαρτίου 1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων πολιτών που είχαν πληγεί από τις θηριωδίες των Γερμανών κατά την περίοδο της Κατοχής.
Το πόρισμα στον Σαμαρά
Οπως επισημαίνει ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Παπανικολάου, στο πόρισμα που απεστάλη στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και στους αρχηγούς των κομμάτων της συμπολίτευσης, Ευάγγελο Βενιζέλο και Φώτη Κουβέλη, τον Δεκέμβριο 2012, εκτός του ότι η συμφωνία συνήφθη δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη «παραίτηση» Καραμανλή, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο, παρά καλύπτει μέρος μόνο των απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις.
Επίσης, όπως επισημαίνεται, οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι πρόδηλα αβάσιμοι.
Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του 1945, στη διάσκεψη του Παρισιού το 1946 και στη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων (Σοβιετική Ενωση, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες) το 1947 διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις πολεμικές επανορθώσεις.
Η Ελλάδα επανήλθε επί του ζητήματος αυτού και έθεσε εκ νέου υπ' όψιν τις νόμιμες διεκδικήσεις της το 1965 με τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1966 κατά τις ελληνο-γερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα, το 1974 με τον τότε δοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα και το 1991, ανεπίσημα όμως, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά προς το Γερμανό ομόλογό του.
Η ενοποίηση
Το 1995, με δεδομένο ότι στις 31 Αυγούστου 1990 υπεγράφη η Συνθήκη Ενοποίησης των δύο Γερμανιών (Δυτικής και Ανατολικής) και στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπεγράφη στην Μόσχα η συνθήκη οριστικής ρύθμισης των θεμάτων που αφορούσαν τη Γερμανία (Συμφωνία «2+4»), με την οποία η Γερμανία απέκτησε πλήρη κυριαρχία στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Βόνη, επέδωσε στο Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Πέτερ Χάρτμαν ρηματική διακοίνωση ζητώντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο.
Η γερμανική πλευρά απέρριψε βεβαίως το ελληνικό διάβημα, με το επιχείρημα πως «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή αναφορικά με το κατοχικό δάνειο.
Στο έγγραφο1 αναφέρεται ότι «το ποσόν όπερ, συμφώνως του Πρωτοκόλλου της 4ης Μαρτίου 1942, η Ελληνική Κυβέρνησις δέον να θέτη μηνιαίως εις διάθεσιν των Δυνάμεων Κατοχής ως καταβολήν έναντι των εις βάρος της εξόδων κατοχής, ποσόν το οποίον την ημερομηνίαν εκείνην είχεν ορισθή εις 1.500 εκατομμ. δραχμών, προσαρμόζεται νυν προς την μειωθείσαν αγοραστικής αξίαν της δραχμής».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει παραθέσει ο Μανώλης Γλέζος, η Γερμανία οφείλει προς το ελληνικό Δημόσιο:
α. 108,43 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το ποσόν που οφείλει η Γερμανία λόγω των καταστροφών που προκάλεσε στις υποδομές της χώρας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
β. 54 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
γ. Να επιστρέψει τους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς.
Παράλληλα, η Γερμανία οφείλει αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.
Σημειώνεται πως σε έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος του 19833 τεκμηριώνεται και εκτιμάται το ύψος της οφειλής (κεφάλαιο συν τόκοι) έως την 31η Δεκεμβρίου 1982.
Η οφειλή αυτή στην εν λόγω μελέτη κατόπιν αναπροσαρμογής έως την 31η Δεκεμβρίου 1994 ανέρχεται στα 485 δισ. δραχμές.
Σε κάθε περίπτωση, την απόρρητη έκθεση της Ομάδας Εργασίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την έρευνα των αρχείων που αναφέρονται στον Α' και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αναμένεται να εξετάσει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να γίνει η επεξεργασία, η αξιολόγηση και η στοιχειοθέτηση των αξιώσεων του ελληνικού Δημοσίου.
Μέθοδοι υφαρπαγής
Την τότε κατοχική περίοδο οι Γερμανοί αξιωματούχοι οργάνωναν και μετείχαν σε συσκέψεις με την «ελληνική κυβέρνηση» για τη μεθόδευση της υφαρπαγής, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που αφορούν τη σύναψη συμφωνίας το 1942, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους ειδικούς εντεταλμένους του Αξονα. Αναφέρονται τα εξής:
«Της Συσκέψεως ήτις εγένετο την νύκτα της 1 προς την 2 Δεκεμβρίου 1942 εν Αθήναις μεταξύ του Ελληνος Πρωθυπουργού και υπουργού των Οικονομικών αφ' ενός και των Πληρεξουσίων και ειδικών εντεταλμένων του Αξονος αφ' ετέρου...».1
Το γερμανικό Γ' Ράιχ από τον Απρίλη 1943 ξεκίνησε όμως την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και μάλιστα μέχρι τον Σεπτέμβριο 1944 κατεβλήθησαν ορισμένες εξοφλητικές δόσεις.
Στο αποκαλυπτικό έγγραφο2 παρατίθεται το εξής απόσπασμα: «Εχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσωμεν δεόντως οπισθογεγραμμένην παρ' ημών την υπ' αριθμ. 68825/13-05-44 επιταγήν του Ειδικού Πληρεξουσίου του Υπουργείου των Εξωτερικών του Ράιχ διά την Νότιον Ανατολήν εκ δραχμών οκτακοσίων δισεκατομμυρίων και να παρακαλέσωμεν σαν το ποσόν τούτο φέρητε εις πίστωσιν του παρ' υμίν λογαριασμού "Ελληνικόν Δημόσιον - Επιστροφή παρά Γερμανικών Υπηρεσιών διά τους ειδικούς λογαριασμούς Βγ1 και Βγ2"».
Σημειώνεται ότι ο ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος, στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις, ήταν λογαριασμός όχι των αρχών Κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων και αυτό γινόταν κατ' απαίτηση των ίδιων των αρχών Κατοχής.
Ο Χίτλερ πλήρωνε...
Ετσι, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του διοικητή της ΤτΕ, Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η Γερμανία έχει κατά καιρούς προβάλει επιχειρήματα προκειμένου να «αποδεσμευτεί» από την υποχρέωσή της προς την Ελλάδα όσον αφορά το κατοχικό δάνειο.
Επικαλείται τη δήλωση -προφορική και μυστική- περί παραίτησης της Ελλάδας από τις απαιτήσεις της, προς τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ, του «εθνάρχη» Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ως πρωθυπουργός επισκέφτηκε τη Βόνη τον Νοέμβριο 1958.
Ωστόσο, στις 31 Μαρτίου 1967 η Γερμανία, απαντώντας σε ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας, αναγνωρίζει ότι η Αθήνα έχει νόμιμες αξιώσεις τόσο επί του κατοχικού δανείου όσο και επί των επανορθώσεων, από τις οποίες ουδέποτε παραιτήθηκε.
Τώρα, η γερμανική πλευρά ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδας, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18ης Μαρτίου 1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων πολιτών που είχαν πληγεί από τις θηριωδίες των Γερμανών κατά την περίοδο της Κατοχής.
Το πόρισμα στον Σαμαρά
Οπως επισημαίνει ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Παπανικολάου, στο πόρισμα που απεστάλη στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και στους αρχηγούς των κομμάτων της συμπολίτευσης, Ευάγγελο Βενιζέλο και Φώτη Κουβέλη, τον Δεκέμβριο 2012, εκτός του ότι η συμφωνία συνήφθη δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη «παραίτηση» Καραμανλή, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο, παρά καλύπτει μέρος μόνο των απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις.
Επίσης, όπως επισημαίνεται, οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι πρόδηλα αβάσιμοι.
Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του 1945, στη διάσκεψη του Παρισιού το 1946 και στη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων (Σοβιετική Ενωση, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες) το 1947 διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις πολεμικές επανορθώσεις.
Η Ελλάδα επανήλθε επί του ζητήματος αυτού και έθεσε εκ νέου υπ' όψιν τις νόμιμες διεκδικήσεις της το 1965 με τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1966 κατά τις ελληνο-γερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα, το 1974 με τον τότε δοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα και το 1991, ανεπίσημα όμως, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά προς το Γερμανό ομόλογό του.
Η ενοποίηση
Το 1995, με δεδομένο ότι στις 31 Αυγούστου 1990 υπεγράφη η Συνθήκη Ενοποίησης των δύο Γερμανιών (Δυτικής και Ανατολικής) και στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπεγράφη στην Μόσχα η συνθήκη οριστικής ρύθμισης των θεμάτων που αφορούσαν τη Γερμανία (Συμφωνία «2+4»), με την οποία η Γερμανία απέκτησε πλήρη κυριαρχία στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Βόνη, επέδωσε στο Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Πέτερ Χάρτμαν ρηματική διακοίνωση ζητώντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο.
Η γερμανική πλευρά απέρριψε βεβαίως το ελληνικό διάβημα, με το επιχείρημα πως «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή αναφορικά με το κατοχικό δάνειο.
Στο έγγραφο1 αναφέρεται ότι «το ποσόν όπερ, συμφώνως του Πρωτοκόλλου της 4ης Μαρτίου 1942, η Ελληνική Κυβέρνησις δέον να θέτη μηνιαίως εις διάθεσιν των Δυνάμεων Κατοχής ως καταβολήν έναντι των εις βάρος της εξόδων κατοχής, ποσόν το οποίον την ημερομηνίαν εκείνην είχεν ορισθή εις 1.500 εκατομμ. δραχμών, προσαρμόζεται νυν προς την μειωθείσαν αγοραστικής αξίαν της δραχμής».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει παραθέσει ο Μανώλης Γλέζος, η Γερμανία οφείλει προς το ελληνικό Δημόσιο:
α. 108,43 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το ποσόν που οφείλει η Γερμανία λόγω των καταστροφών που προκάλεσε στις υποδομές της χώρας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
β. 54 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
γ. Να επιστρέψει τους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς.
Παράλληλα, η Γερμανία οφείλει αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.
Σημειώνεται πως σε έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος του 19833 τεκμηριώνεται και εκτιμάται το ύψος της οφειλής (κεφάλαιο συν τόκοι) έως την 31η Δεκεμβρίου 1982.
Η οφειλή αυτή στην εν λόγω μελέτη κατόπιν αναπροσαρμογής έως την 31η Δεκεμβρίου 1994 ανέρχεται στα 485 δισ. δραχμές.
Σε κάθε περίπτωση, την απόρρητη έκθεση της Ομάδας Εργασίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την έρευνα των αρχείων που αναφέρονται στον Α' και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αναμένεται να εξετάσει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να γίνει η επεξεργασία, η αξιολόγηση και η στοιχειοθέτηση των αξιώσεων του ελληνικού Δημοσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου