Τα πολυκαταστήματα στο κέντρο της Αθήνας, σημάδεψαν την καταναλωτική δραστηριότητα της χώρας (και όχι μόνο του Λεκανοπεδίου) τη δεκαετία του 1980, μένοντας ζωντανά μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το Μινιόν, ο Δραγώνας, ο Κλαουδάτος και οι Αφοί Λαμπρόπουλοι έγιναν προορισμοί ταξιδιών για χιλιάδες οικογένειες, που πολλές φορές ταξίδευαν από άλλες πόλεις για να ψωνίσουν και να διασκεδάσουν. Ειδικά το Μινιόν, με τις ποικίλες δράσεις του στον τελευταίο όροφο, έγινε προορισμός για οικογένειες και παιδιά κάθε ηλικίας. Οι τεράστιες ουρές στα πολυκαταστήματα αυτά, την περίοδο των γιορτών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το εργασιακό περιβάλλον ήταν ευχάριστο παρά την πίεση που υπήρχε λόγω της μεγάλης προσέλευσης του κόσμου. Το άρθρο του https://www.in.gr/2021/06/30/life/stories/adokso-telos-ton-ellinikon-harrods-katarreysi-enos-emporikou-mythou/ περιγράφει την περίπτωση του Δραγώνα, που ήταν εκείνο που σήμανε την αρχή του τέλους των μεγάλων πολυκαταστημάτων της Αθήνας, με το οριστικό του κλείσιμο στα 1987:
"Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ένα μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων τρομοκρατικού υποβάθρου χτυπά μέσα σε μερικούς μήνες τα πιο γνωστά πολυκαταστήματα της Αθήνας και του Πειραιά τα οποία στα μάτια των δραστών συμβολίζουν τον καπιταλισμό και το κεφάλαιο. Διαδοχικά ονόματα-κολοσσοί για τα ελληνικά δεδομένα, όπως το Μινιόν, ο Κατράντζος, ο Λαμπρόπουλος γίνονται στάχτη και ο Δραγώνας δεν αποτελεί εξαίρεση.Μάλιστα, τα «παιδιά» των δύο τελευταίων καίγονται την ίδια μέρα, την 7η Ιουλίου 1981. Ημερομηνία που ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την σχεδόν 100ετή παρουσία της οικογένειας στον χώρο του εμπορίου.Ο Γιώργος Δραγώνας, πατριάρχης της επιχείρησης, είχε γεννηθεί στην Ζάκυνθο το 1868. Ακολούθησε τα βήματα του δικού του πατέρα και έγινε καπετάνιος, αλλά όταν σε κάποιο από τα ταξίδια του το καράβι έπιασε Πειραιά, αποφάσισε να αλλάξει ζωή και να «δέσει» στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας που εκείνη την εποχή γνώριζε πρωτοφανή ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε περίπου 30-35 χρόνια ο πληθυσμός είχε πενταπλασιαστεί και ο δαιμόνιος επτανήσιος αντιλήφθηκε ότι αυτή η τάση δεν θα σταματούσε.
Χρειάστηκε μόλις μία 5ετία για να στήσει το πρώτο μαγαζί του και να το κάνει το μεγαλύτερο κατάστημα πώλησης ανδρικών ειδών στην πόλη. Το πιλοπωλείο του στην Ακτή Μιαούλη δεν διέθετε στην πελατεία του μόνο καπέλα αλλά και μια σειρά άλλων προϊόντων όπως ζώνες, γιλέκα και αξεσουάρ ένδυσης για τους κυρίους της εποχής. Τεράστια ώθηση στις πωλήσεις έδωσε και το στρατηγικό σημείο στο οποίο στήθηκε η επιχείρηση. Στην ουσία ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπαν οι καραβιές Ελλήνων που έφευγαν με τα πλοία για να μεταναστεύσουν. Σχεδόν όλοι αποχαιρετούσαν την Ελλάδα και τους δικούς τους για πάντα, παίρνοντας μαζί τους αντικείμενα που θα τους θύμιζαν την πατρίδα και θα είχαν και χρηστικότητα στην καθημερινότητά τους. Και ο Δραγώνας ήταν εκεί για να το προσφέρει.
Από εκείνο το σημείο και μετά επαναλαμβανόταν σχεδόν πάντα η ίδια ιστορία. Σε μια περίοδο γεμάτη κοσμοϊστορικά γεγονότα όπως ο «άτυχος πόλεμο του 1897» ή οι επόμενοι που ακολούθησαν, ο Δραγώνας προσαρμοζόταν και θριάμβευε, ενώ σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσε πολύ μπροστά από την εποχή του, εισάγοντες καινοτομίες άγνωστες ως τότε στην χώρα.Για παράδειγμα, ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την έννοια της διαφήμισης, του μάρκετινγκ και των συνεργασιών. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κιόλας λειτουργούσε το κατάστημα του Πειραιά επί 24ώρου βάσης, αφού στο λιμάνι η ζωή δεν σταματούσε ποτέ. Παράλληλα είχε έρθει σε συνεννόηση με τους αμαξάδες της περιοχής ζητώντας τους να κάνουν κύκλους στις διαδρομές τους, όταν μετέφεραν τα προϊόντα από το εργοστάσιο μέχρι το κατάστημα. Έχοντας βάλει ρεκλάμα στις άμαξες, έκανε την φίρμα γνωστή σε πολύ περισσότερο κόσμο που ήταν αδύνατο να μην δει το λογότυπό του. Win-win situation, όπως θα λέγαμε σήμερα.Μόλις το 1908 η οικογένεια νιώθει αρκετά δυνατή ώστε να επεκτείνει τις δουλειές της στο κέντρο της Αθήνας. Και μάλιστα πραγματοποιεί το επόμενο βήμα με μεγάλο ρίσκο αφού επιλέγει να εγκατασταθεί στην καρδιά του ανταγωνισμού. Στην οδό Αιόλου που ήταν γεμάτη με ανάλογα καταστήματα, με ένα από αυτά (εκείνο του Λαμπρόπουλου) να στέκεται απέναντί του ήδη από το 1901. Ο Δραγώνας όχι μόνο δεν βγήκε χαμένος από την σύγκριση, αλλά σύντομα μετέφερε ουσιαστικά το επιχειρησιακό κέντρο του στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην σημερινή οδό Μητροπόλεως.
Ήδη από την δεκαετία του ’30 κιόλας, ο Δραγώνας γίνεται το πρώτο κατάστημα που προσφέρει εκπτώσεις, με τους Αθηναίους να σχηματίζουν ουρές κάθε φορά που υπήρχε «εβδομάς υπολοίπων», όπως ονομάζονταν, ενώ η επιχείρηση κατορθώνει να σταθεί στα πόδια της (ή και να αναπτυχθεί ) ακόμη και στα «μαύρα» χρόνια που ήρθαν αργότερα με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή.Με το ξέσπασμα των Ελληνοϊταλικών συγκρούσεων στο μέτωπο της Αλβανίας. Ο Γιώργος Δραγώνας (που είχε χάσει τον πρωτότοκο γιο του όταν εκείνος ήταν 19 ετών το 1924) βλέπει το δεύτερο και το τρίτο σπλάχνο του, Θεμιστοκλή και Σπύρο, να φεύγουν για την πρώτη γραμμή και παραχωρεί την διεύθυνση της επιχείρησης στον τέταρτο, τον 18χρονο μόλις τότε Λέανδρο.
Κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών της σύγκρουσης τα καταστήματα προσφέρουν το περίφημο «πακέτο Δραγώνα» όπου με 50 δραχμές οι μητέρες έστελναν στα παιδιά τους ένα δέμα με δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες, γάλα και παπούτσια, κασκόλ και άλλα συναφή προϊόντα. Όταν πλέον ήρθε και η Κατοχή, έγιναν γιγαντιαίες προσπάθειες για παροχές στους 500 εργαζομένους (μοιράζονταν και συσσίτια καθημερινά) με μεγάλη μάχη κατά του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι από τον βομβαρδισμό που είχε προηγηθεί, καταστράφηκε ολοσχερώς το κατάστημα στον Πειραιά. Όμως τόσο η οικογένεια, όσο και το προσωπικό της κατόρθωσαν να βγουν δυνατοί από την μανία του πολέμου.
Στις επόμενες τρεις δεκαετίες η επιχείρηση μπαίνει στην καλύτερή της περίοδο και μεγαλουργεί. Και πάλι φροντίζει να αφουγκραστεί τον ρυθμό της εποχής. Βάζει διαφημίσεις στις αίθουσες της νέας μόδας και μορφής διασκέδασης, τον κινηματογράφο, και τότε γεννιέται και το σλόγκαν που έμεινε στην ιστορία. «Ό,τι θέλει ο λαός στου Δραγώνα ασφαλώς»! Εκείνο το διάστημα εισάγονται νέες καινοτομίες, με θέσπιση 45ώρου (αντί για 48ωρο) εργασίας, με καταστήματα με κυλιόμενες σκάλες, ρουφ γκάρντεν, παιδότοπους και παροχή νέων προϊόντων.
Αυτή η πορεία θα διακοπεί τελικά με βίαιο τρόπο. Η φωτιά του καλοκαιριού του 1981 κάνει στάχτη τα πάντα και αποδεικνύεται «ταφόπλακα». Το κατάστημα είναι μεν ασφαλισμένο, αλλά όχι 100% για εμπρησμό, με αποτέλεσμα να δοθεί μόνο μια μικρή αποζημίωση, την ίδια ώρα που ο Λέναδρος Δραγώνας πληρώνει στους εργαζόμενους την δική του, αναλαμβάνοντας πλήρως το κόστος. Οι τίτλοι τέλους θα μπουν περίπου μια 5ετία αργότερα. Το βάρος της καταστροφής, σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον πια, είναι ασήκωτο. Τα ρολά θα κατέβουν μια για πάντα τον Μάιο του 1987 και το success story ενός αιώνα θα περάσει για πάντα στην ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου