Μπαίνοντας στον τελευταίο μήνα του χρόνου, και καθώς ετοιμαζόμαστε ν' αποχαιρετήσουμε την χρονιά, αξίζει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω σ' ένα από τους χειρότερους Δεκεμβρίους της νεώτερης ιστορίας μας - τον Δεκέμβρη του 1941. Έναν Δεκέμβρη που η χώρα μας, έχοντας περάσει πλέον σε τριπλή Κατοχή, βιώνει μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία ξεπερνούσε την χειρότερη φαντασία. Αξίζει να το θυμηθούμε, γιατί και σήμερα έχουμε ανθρώπους να στήνονται ώρες σε συσσίτια για ένα πιάτο φαγητό, γιατί και σήμερα έχουμε νεκρούς όχι μόνο από πρωτοεμφανιζόμενες ασθένειες, αλλά από φωτιές και ασφυξία - αφού χρησιμοποιούν μεθόδους θέρμανσης που είναι επικίνδυνες και ακατάλληλες, γιατί και σήμερα έχουμε ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια για ένα ξεροκόμματο. Και ας μην έχουμε επισήμως κατακτητές, και ας μην έχουμε Κατοχή και ας ζούμε σε μια Ευρώπη που υποτίθεται ότι "νοιάζεται" τους κατοίκους της...
Διαβάζουμε στην "Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου" για τις μέρες εκείνες: "Oι δυνάμεις του Άξονα, αξιοποιούσαν τα έθνη που κατακτούσαν ως πηγές πρώτων υλών, τροφίμων και εργασίας. Ως πολιτική, τα υποταγμένη έθνη ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν υλική υποστήριξη προς τη Γερμανία και την Ιταλία. Σύμφωνα με την αρχή αυτή και ήδη από την αρχή της κατοχής στη Ελλάδα, γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα ξεκίνησαν μια ευρείας κλίμακας τακτική λεηλασίας σε οτιδήποτε είχε αξία. Μέσα στις ζώνες κατοχής τους, ίσχυε η κατάσχεση των καυσίμων και όλων των μέσων μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών σκαφών και υποζυγίων και απαγόρευση οποιασδήποτε μεταφοράς τροφίμων και άλλων προμηθειών. Οι κατακτητές κατέλαβαν πολλές βιομηχανίες ή τις αγόρασαν σε χαμηλές τιμές, προϊόντων όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο, το βαμβάκι και το δέρμα και τα μετέφεραν στην πατρίδα τους. Η ανεργία αυξήθηκε σε ακραία επίπεδα, ενώ επιβλήθηκαν έκτακτες εισφορές από την ελληνική φιλοναζιστική κυβέρνηση με σκοπό να στηρίξει τις κατοχικές δυνάμεις. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κατεχόμενες χώρες που βρέθηκαν σε καλύτερη θέση, το μέγεθος της εισφοράς στην Ελλάδα το 1941-1942 ξεπέρασε το 100% του εγχώριου εθνικού εισοδήματος. Ταυτόχρονα, οι συμμαχικές δυνάμεις έθεσαν σε ισχύ πλήρη ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, προκειμένου να αποδυναμώσουν τις στρατιωτικές προσπάθειες του Άξονα και την εισροή εξοπλισμού και εφοδίων στις δυνάμεις του. Αυτός ο αποκλεισμός περιλάμβανε όλες τις εισαγωγές προιόντων στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων.
Όλα αυτά προκάλεσαν έλλειψη των προμηθειών τροφίμων και κατά συνέπεια αύξηση των τιμών τους, ενώ ταυτόχρονα η χώρα οδηγήθηκε σε πληθωρισμό και υποτίμηση του νομίσματός της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μαύρη αγορά και η διανομή με δελτίο έγινε το μόνο μέσο για τον εφοδιασμό με τρόφιμα στις αστικές περιοχές της Ελλάδα. Το ψάρεμα επίσης απαγορευόταν, τουλάχιστον τη πρώτη περίοδο της κατοχής. Επιπλέον, οι Βούλγαροι απαγόρευαν οποιαδήποτε μεταφορά σιτηρών έξω από τη ζώνη τους, στην οποία άνηκε το 30% της συνολικής ελληνικής παραγωγής. Αν και η ψευδο-κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου ζήτησε από τον Άξονα την εισαγωγή σιτηρών πριν από το χειμώνα του 1941, αυτό δεν έχει κάποιο αποτέλεσμα: η Γερμανία και η Ιταλία έστειλαν μια πολύ μικρή ποσότητα, ενώ η Βουλγαρία δεν έστειλε τίποτα. Οι λίγες οργανωμένες προσπάθειες από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Ερυθρό Σταυρό, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πληθυσμού.
Η κατάσταση έγινε κρίσιμη το καλοκαίρι του 1941 και το φθινόπωρο μετατράπηκε σε σε λιμό. Ιδίως τον πρώτο χειμώνα της κατοχής (1941-1942) η έλλειψη τροφίμων ήταν έντονη και η πείνα έπληξε ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα της της χώρας. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα αυτού, το ποσοστό θνησιμότητας έφθασε στο υψηλότερο σημείο. Τα πτώματα των νεκρών δεν θάβονταν πάντα, αλλά αφήνονταν στα νεκροταφεία ή στους δρόμους. Το θέαμα αυτό ήταν κοινό στους δρόμους της Αθήνας, καθώς εκεί και στον Πειραιά η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου,. Ο πληθωρισμός αυξανόταν συνεχώς και η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε 89 φορές από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τον Ιούνιο του 1942. Σύμφωνα με τα αρχεία του γερμανικού στρατού, το ποσοστό θνησιμότητας μόνο στην Αθήνα έφθασε τους 300 θανάτους την ημέρα κατά το μήνα Δεκέμβριο 1941, ενώ οι εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού ήταν πολύ υψηλότερες, στους 400 θανάτους. Εκτός από τις αστικές περιοχές ο πληθυσμός των νησιών έχει επίσης επηρεαστεί από την πείνα, ιδίως όσοι ζούσαν στη Μύκονο, Σύρο και Χίο.
Δεν υπάρχει ακριβής αριθμός θανάτων λόγω της πείνας κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δημοτικές υπηρεσίες καταγραφής δεν λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια της κατοχής. Σε γενικές γραμμές, εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε 300.000 θανάτους κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως αποτέλεσμα της πείνας και του υποσιτισμού. Ωστόσο, δεν είχαν όλα τα μέρη της Ελλάδα τα ίδια επίπεδα έλλειψης τροφίμων, καθώς καθοριστικοί παράγοντες ήταν η απόσταση από τη γεωργική παραγωγή και το επίπεδο της αστικοποίησης κάθε περιοχής
H φωτογραφία από τον "Μικρό Ρωμιό" με την αποκομιδή πτωμάτων είναι συγκλονιστική:
Το πρώτο πλοίο με τις προμήθειες τροφίμων έφτασε στην Ελλάδα από την Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 1941. Η βοήθεια αυτή όμως ήταν συμβολική δεδομένου ότι ένα πλοίο δεν ήταν σε θέση να ανακουφίσει μια τέτοια κατάσταση. Λόγω των προσπαθειών της ελληνικής ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, ο λιμός σύντομα έγινε ένα δημόσιο θέμα στις χώρες των Συμμάχων. Η αυξανόμενη πίεση της κοινής γνώμης τελικά οδήγησε στην άρση του ναυτικού αποκλεισμού από τους Συμμάχους τον Φεβρουάριο του 1942. Το σχέδιο τροφοδοσίας πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενώ η Σουηδία προσφέρθηκε για τη μεταφορά 15.000 τόνων σίτου. Οι αποστολές σιταριού σύντομα ξεκίνησαν και μετά το 1942 τα ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν σταδιακά. Ωστόσο η κατάσταση υποσιτισμού παρέμεινε μέχρι το τέλος της κατοχής, το 1944.
Η διεθνής προσπάθεια επικεντρώθηκε κυρίως στα παιδιά. Στην Αθήνα ο Ερυθρός Σταυρός παρείχε καθημερινά μερίδες γάλα, ιατρικές υπηρεσίες και είδη ένδυσης για παιδιά μικρότερα των δύο ετών. Ταυτόχρονα, η μεγαλύτερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ανέλαβε πρωτοβουλία διανομής τροφίμων και ρουχισμού στις περιοχές που ήταν στον έλεγχό της."
Και όπως σημειώνει ο Ελευθέριος Σκιαδάς στον "Μικρό Ρωμηό": "Σαν να μην έφταναν οι εκατόμβες θυμάτων από την πείνα, τον Ιανουάριο 1942 προστέθηκαν και οι δραματικές καιρικές συνθήκες. Οι θερμοκρασίες που σημειώθηκαν ήταν πρωτοφανείς για τα ιστορικά δεδομένα της χώρας. Το χιόνι που επι-σκέφτηκε την πρωτεύουσα από τις αρχές Ιανουαρίου έφτανε στα 20-30 εκατοστά, ενώ στα προάστια, όπως η Αγία Παρασκευή, το Χαλάνδρι, η Κηφισιά, η Εκάλη και το Μαρούσι, ξεπερνούσε τα 50 εκατοστά. Η θερμοκρασία τις νυκτερινές ώρες έπεφτε στους μείον 4-5 βαθμούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η κατάσταση στη Μακεδονία, αφού στη Θεσσαλονίκη η θερμοκρασία κατέβηκε στους 7 βαθμούς υπό το μηδέν, στη Φλώρινα -18 και στην Κοζάνη -16! Προς τα τέλη Ιανουαρίου το θερμόμετρο στην Αθήνα συνέχιζε να κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, ενώ στη Θεσσαλονίκη, στις 24 Ιανουαρίου 1942, το θερμόμετρο μέσα στην πόλη κατέγραφε 13 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Γενικότερα στη Μακεδονία οι θερμοκρασίες κυμάνθηκαν μεταξύ 18 και 22 βαθμών κάτω από το μηδέν, ενώ το χιόνι στο Αμύνταιο έφθανε στα τρία μέτρα. Για να ζεσταθούν οι κάτοικοι της Αττικής άρχισαν να ξυλεύουν τα γύρω δάση (Κοκκιναρά, Πεντέλης, Καστριού, Στροφυλίου, Μαγκουφάνας κ.ά.) και συνέχιζαν παρά τις αντιδράσεις των Γερμανικών Αρχών. Όταν δε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, ο εξαθλιωμένος πληθυσμός ξεπάστρευε τα δένδρα και τις δενδροστοιχίες μέσα στην πόλη των Αθηνών! Η ανάγκη για επιβίωση ξεπερνούσε κάθε αναστολή και απειλή. Το ηλεκτρικό ρεύμα κοβόταν επί 6 ή 8 ώρες την ημέρα και από τις 10 Ιανουαρίου κοβόταν εντελώς από το πρωί μέχρι το απόγευμα (07:00-18:00). Διακόπηκε η συγκοινωνία των τρόλεϊ, έκλεισαν τα σχολεία και κόπηκε το φωταέριο στην Αθήνα «λόγω ελλείψεως γαιάνθρακος»"
Τα όσα συνέβαιναν στους δρόμους εκείνο τον χειμώνα ήταν συγκλονιστικά. Γράφει ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος στο ημερολόγιό του, τον χειμώνα του 1941:
"14 Νοεμβρίου 1941: Κοιτάω κάθε μέρα τους ανθρώπους που συναντώ στο δρόμο, είναι όλοι αλλαγμένοι και η εξάντληση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους...Σήμερα άρχισε να κάνει κρύο. Ο χειμώνας φτάνει, και μαζί με αυτόν η μεγάλη δυστυχία. Θέρμανση δεν υπάρχει, φάρμακα δεν υπάρχουν, φαγητά για έναν άρρωστο είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεθούν. Ποια τρέλα κάνει τους ανθρώπους να δημιουργούν έτσι τη δυστυχία τους; Στον άλλο πόλεμο έλεγα, και μαζί με μένα όλος ο κόσμος, πως θα έπαυαν μετά το τέλος του οι άνθρωποι να σκέπτονται κατακτήσεις, και ότι ύστερα από την τετράγωνη απόδειξη πως κανείς δεν βγαίνει ωφελημένος από τον πόλεμο, θα σκέφτονταν με φρίκη μια τέτοια ανοησία. Και όμως.
20 Νοεμβρίου 1941: Σήμερα το πρωί μαθεύτηκε σε όλη την πόλη πως οι Άγγλοι άρχισαν φοβερή επίθεση στη Λιβύη και το Τομπρούκ. (Εγώ δεν έχω ραδιόφωνο, έχει χαλάσει, αλλά μου το είπαν είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι στο δρόμο). Έτσι άρχισαν οι ελπίδες της Απελευθέρωσης να ξυπνούν πάλι. Ο κόσμος είναι πια σε απελπιστική θέση, τα πρόσωπα και εκείνων που ως τώρα κάπως κρατιόνταν άρχισαν να έχουν καταφανή τα συμπτώματα της εξάντλησης.
24 Νοεμβρίου 1941: Χτες ένας γνωστός μου είχε πάει στο κέντρο «Piccadilly» να φάει ένα γλυκό, όταν ένα παιδάκι, που τον τραβούσε να του δώσει κάτι, λιποθύμησε μπροστά του από εξάντληση. Το σήκωσε, του έδωσε ένα ποτήρι νερό, και όταν το μικρό συνήλθε, του έφερε ένα δισκάκι με τρία γλυκά για να φάει. Ο μικρός, μόλις τα είδε, γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να φωνάζει και να γελάει, ένα δυνατό, παράξενο γέλιο. Το δυστυχισμένο μικρό είχε τρελαθεί από τη θέα της τροφής.Έξω από το εστιατόριο «Αβέρωφ», προχτές...........τη νύχτα, στα σκοτεινά, ακουγότανε μια γοερή φωνή: «Πάρτε το, πάρτε το». Πλησίασαν μερικοί, με την ιδέα πως κάτι πουλούσε ο μεσόκοπος εξαντλημένος άνθρωπος. Ο δυστυχισμένος δεν πουλούσε τίποτε, πρόσφερε στους περαστικούς ένα δυστυχισμένο κοκαλιάρικο αγοράκι, το παιδί του, που δεν μπορούσε πια να το θρέψει. «Πάρτε το, λυπηθείτε το, θα πεθάνει».
24 Δεκεμβρίου: Παραμονή Χριστουγέννων. Τα παιδάκια ήρθανε σαν κάθε χρόνο να τραγουδήσουν τα κάλαντα:- Καλήν εσπέραν, άρχοντες.....Άρχοντες; Πεινασμένοι, δεν είχαμε να δώσουμε τίποτε να φάνε τα πεινασμένα παιδάκια, που μόλις στέκονταν ορθά πάνω στα αδύνατα πόδια τους. Περίλυπα κοιτούσαν τα κουρελιασμένα χαρτονομίσματα που τους δίναμε σαν να τα κοροϊδεύαμε, αφού γνωρίζαμε κι εμείς κι αυτά πως δεν αντιπροσώπευαν τίποτε.
26 Δεκεμβρίου 1941: Χθες μάθαμε την πτώση της Βεγγάζης. Η είδηση ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μας.
Διαβάζουμε στην "Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου" για τις μέρες εκείνες: "Oι δυνάμεις του Άξονα, αξιοποιούσαν τα έθνη που κατακτούσαν ως πηγές πρώτων υλών, τροφίμων και εργασίας. Ως πολιτική, τα υποταγμένη έθνη ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν υλική υποστήριξη προς τη Γερμανία και την Ιταλία. Σύμφωνα με την αρχή αυτή και ήδη από την αρχή της κατοχής στη Ελλάδα, γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα ξεκίνησαν μια ευρείας κλίμακας τακτική λεηλασίας σε οτιδήποτε είχε αξία. Μέσα στις ζώνες κατοχής τους, ίσχυε η κατάσχεση των καυσίμων και όλων των μέσων μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών σκαφών και υποζυγίων και απαγόρευση οποιασδήποτε μεταφοράς τροφίμων και άλλων προμηθειών. Οι κατακτητές κατέλαβαν πολλές βιομηχανίες ή τις αγόρασαν σε χαμηλές τιμές, προϊόντων όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο, το βαμβάκι και το δέρμα και τα μετέφεραν στην πατρίδα τους. Η ανεργία αυξήθηκε σε ακραία επίπεδα, ενώ επιβλήθηκαν έκτακτες εισφορές από την ελληνική φιλοναζιστική κυβέρνηση με σκοπό να στηρίξει τις κατοχικές δυνάμεις. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κατεχόμενες χώρες που βρέθηκαν σε καλύτερη θέση, το μέγεθος της εισφοράς στην Ελλάδα το 1941-1942 ξεπέρασε το 100% του εγχώριου εθνικού εισοδήματος. Ταυτόχρονα, οι συμμαχικές δυνάμεις έθεσαν σε ισχύ πλήρη ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, προκειμένου να αποδυναμώσουν τις στρατιωτικές προσπάθειες του Άξονα και την εισροή εξοπλισμού και εφοδίων στις δυνάμεις του. Αυτός ο αποκλεισμός περιλάμβανε όλες τις εισαγωγές προιόντων στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων.
Όλα αυτά προκάλεσαν έλλειψη των προμηθειών τροφίμων και κατά συνέπεια αύξηση των τιμών τους, ενώ ταυτόχρονα η χώρα οδηγήθηκε σε πληθωρισμό και υποτίμηση του νομίσματός της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μαύρη αγορά και η διανομή με δελτίο έγινε το μόνο μέσο για τον εφοδιασμό με τρόφιμα στις αστικές περιοχές της Ελλάδα. Το ψάρεμα επίσης απαγορευόταν, τουλάχιστον τη πρώτη περίοδο της κατοχής. Επιπλέον, οι Βούλγαροι απαγόρευαν οποιαδήποτε μεταφορά σιτηρών έξω από τη ζώνη τους, στην οποία άνηκε το 30% της συνολικής ελληνικής παραγωγής. Αν και η ψευδο-κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου ζήτησε από τον Άξονα την εισαγωγή σιτηρών πριν από το χειμώνα του 1941, αυτό δεν έχει κάποιο αποτέλεσμα: η Γερμανία και η Ιταλία έστειλαν μια πολύ μικρή ποσότητα, ενώ η Βουλγαρία δεν έστειλε τίποτα. Οι λίγες οργανωμένες προσπάθειες από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Ερυθρό Σταυρό, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πληθυσμού.
Η κατάσταση έγινε κρίσιμη το καλοκαίρι του 1941 και το φθινόπωρο μετατράπηκε σε σε λιμό. Ιδίως τον πρώτο χειμώνα της κατοχής (1941-1942) η έλλειψη τροφίμων ήταν έντονη και η πείνα έπληξε ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα της της χώρας. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα αυτού, το ποσοστό θνησιμότητας έφθασε στο υψηλότερο σημείο. Τα πτώματα των νεκρών δεν θάβονταν πάντα, αλλά αφήνονταν στα νεκροταφεία ή στους δρόμους. Το θέαμα αυτό ήταν κοινό στους δρόμους της Αθήνας, καθώς εκεί και στον Πειραιά η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου,. Ο πληθωρισμός αυξανόταν συνεχώς και η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε 89 φορές από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τον Ιούνιο του 1942. Σύμφωνα με τα αρχεία του γερμανικού στρατού, το ποσοστό θνησιμότητας μόνο στην Αθήνα έφθασε τους 300 θανάτους την ημέρα κατά το μήνα Δεκέμβριο 1941, ενώ οι εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού ήταν πολύ υψηλότερες, στους 400 θανάτους. Εκτός από τις αστικές περιοχές ο πληθυσμός των νησιών έχει επίσης επηρεαστεί από την πείνα, ιδίως όσοι ζούσαν στη Μύκονο, Σύρο και Χίο.
Δεν υπάρχει ακριβής αριθμός θανάτων λόγω της πείνας κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δημοτικές υπηρεσίες καταγραφής δεν λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια της κατοχής. Σε γενικές γραμμές, εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε 300.000 θανάτους κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως αποτέλεσμα της πείνας και του υποσιτισμού. Ωστόσο, δεν είχαν όλα τα μέρη της Ελλάδα τα ίδια επίπεδα έλλειψης τροφίμων, καθώς καθοριστικοί παράγοντες ήταν η απόσταση από τη γεωργική παραγωγή και το επίπεδο της αστικοποίησης κάθε περιοχής
H φωτογραφία από τον "Μικρό Ρωμιό" με την αποκομιδή πτωμάτων είναι συγκλονιστική:
Το πρώτο πλοίο με τις προμήθειες τροφίμων έφτασε στην Ελλάδα από την Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 1941. Η βοήθεια αυτή όμως ήταν συμβολική δεδομένου ότι ένα πλοίο δεν ήταν σε θέση να ανακουφίσει μια τέτοια κατάσταση. Λόγω των προσπαθειών της ελληνικής ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, ο λιμός σύντομα έγινε ένα δημόσιο θέμα στις χώρες των Συμμάχων. Η αυξανόμενη πίεση της κοινής γνώμης τελικά οδήγησε στην άρση του ναυτικού αποκλεισμού από τους Συμμάχους τον Φεβρουάριο του 1942. Το σχέδιο τροφοδοσίας πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενώ η Σουηδία προσφέρθηκε για τη μεταφορά 15.000 τόνων σίτου. Οι αποστολές σιταριού σύντομα ξεκίνησαν και μετά το 1942 τα ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν σταδιακά. Ωστόσο η κατάσταση υποσιτισμού παρέμεινε μέχρι το τέλος της κατοχής, το 1944.
Η διεθνής προσπάθεια επικεντρώθηκε κυρίως στα παιδιά. Στην Αθήνα ο Ερυθρός Σταυρός παρείχε καθημερινά μερίδες γάλα, ιατρικές υπηρεσίες και είδη ένδυσης για παιδιά μικρότερα των δύο ετών. Ταυτόχρονα, η μεγαλύτερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ανέλαβε πρωτοβουλία διανομής τροφίμων και ρουχισμού στις περιοχές που ήταν στον έλεγχό της."
Και όπως σημειώνει ο Ελευθέριος Σκιαδάς στον "Μικρό Ρωμηό": "Σαν να μην έφταναν οι εκατόμβες θυμάτων από την πείνα, τον Ιανουάριο 1942 προστέθηκαν και οι δραματικές καιρικές συνθήκες. Οι θερμοκρασίες που σημειώθηκαν ήταν πρωτοφανείς για τα ιστορικά δεδομένα της χώρας. Το χιόνι που επι-σκέφτηκε την πρωτεύουσα από τις αρχές Ιανουαρίου έφτανε στα 20-30 εκατοστά, ενώ στα προάστια, όπως η Αγία Παρασκευή, το Χαλάνδρι, η Κηφισιά, η Εκάλη και το Μαρούσι, ξεπερνούσε τα 50 εκατοστά. Η θερμοκρασία τις νυκτερινές ώρες έπεφτε στους μείον 4-5 βαθμούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η κατάσταση στη Μακεδονία, αφού στη Θεσσαλονίκη η θερμοκρασία κατέβηκε στους 7 βαθμούς υπό το μηδέν, στη Φλώρινα -18 και στην Κοζάνη -16! Προς τα τέλη Ιανουαρίου το θερμόμετρο στην Αθήνα συνέχιζε να κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, ενώ στη Θεσσαλονίκη, στις 24 Ιανουαρίου 1942, το θερμόμετρο μέσα στην πόλη κατέγραφε 13 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Γενικότερα στη Μακεδονία οι θερμοκρασίες κυμάνθηκαν μεταξύ 18 και 22 βαθμών κάτω από το μηδέν, ενώ το χιόνι στο Αμύνταιο έφθανε στα τρία μέτρα. Για να ζεσταθούν οι κάτοικοι της Αττικής άρχισαν να ξυλεύουν τα γύρω δάση (Κοκκιναρά, Πεντέλης, Καστριού, Στροφυλίου, Μαγκουφάνας κ.ά.) και συνέχιζαν παρά τις αντιδράσεις των Γερμανικών Αρχών. Όταν δε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, ο εξαθλιωμένος πληθυσμός ξεπάστρευε τα δένδρα και τις δενδροστοιχίες μέσα στην πόλη των Αθηνών! Η ανάγκη για επιβίωση ξεπερνούσε κάθε αναστολή και απειλή. Το ηλεκτρικό ρεύμα κοβόταν επί 6 ή 8 ώρες την ημέρα και από τις 10 Ιανουαρίου κοβόταν εντελώς από το πρωί μέχρι το απόγευμα (07:00-18:00). Διακόπηκε η συγκοινωνία των τρόλεϊ, έκλεισαν τα σχολεία και κόπηκε το φωταέριο στην Αθήνα «λόγω ελλείψεως γαιάνθρακος»"
Τα όσα συνέβαιναν στους δρόμους εκείνο τον χειμώνα ήταν συγκλονιστικά. Γράφει ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος στο ημερολόγιό του, τον χειμώνα του 1941:
"14 Νοεμβρίου 1941: Κοιτάω κάθε μέρα τους ανθρώπους που συναντώ στο δρόμο, είναι όλοι αλλαγμένοι και η εξάντληση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους...Σήμερα άρχισε να κάνει κρύο. Ο χειμώνας φτάνει, και μαζί με αυτόν η μεγάλη δυστυχία. Θέρμανση δεν υπάρχει, φάρμακα δεν υπάρχουν, φαγητά για έναν άρρωστο είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεθούν. Ποια τρέλα κάνει τους ανθρώπους να δημιουργούν έτσι τη δυστυχία τους; Στον άλλο πόλεμο έλεγα, και μαζί με μένα όλος ο κόσμος, πως θα έπαυαν μετά το τέλος του οι άνθρωποι να σκέπτονται κατακτήσεις, και ότι ύστερα από την τετράγωνη απόδειξη πως κανείς δεν βγαίνει ωφελημένος από τον πόλεμο, θα σκέφτονταν με φρίκη μια τέτοια ανοησία. Και όμως.
20 Νοεμβρίου 1941: Σήμερα το πρωί μαθεύτηκε σε όλη την πόλη πως οι Άγγλοι άρχισαν φοβερή επίθεση στη Λιβύη και το Τομπρούκ. (Εγώ δεν έχω ραδιόφωνο, έχει χαλάσει, αλλά μου το είπαν είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι στο δρόμο). Έτσι άρχισαν οι ελπίδες της Απελευθέρωσης να ξυπνούν πάλι. Ο κόσμος είναι πια σε απελπιστική θέση, τα πρόσωπα και εκείνων που ως τώρα κάπως κρατιόνταν άρχισαν να έχουν καταφανή τα συμπτώματα της εξάντλησης.
24 Νοεμβρίου 1941: Χτες ένας γνωστός μου είχε πάει στο κέντρο «Piccadilly» να φάει ένα γλυκό, όταν ένα παιδάκι, που τον τραβούσε να του δώσει κάτι, λιποθύμησε μπροστά του από εξάντληση. Το σήκωσε, του έδωσε ένα ποτήρι νερό, και όταν το μικρό συνήλθε, του έφερε ένα δισκάκι με τρία γλυκά για να φάει. Ο μικρός, μόλις τα είδε, γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να φωνάζει και να γελάει, ένα δυνατό, παράξενο γέλιο. Το δυστυχισμένο μικρό είχε τρελαθεί από τη θέα της τροφής.Έξω από το εστιατόριο «Αβέρωφ», προχτές...........τη νύχτα, στα σκοτεινά, ακουγότανε μια γοερή φωνή: «Πάρτε το, πάρτε το». Πλησίασαν μερικοί, με την ιδέα πως κάτι πουλούσε ο μεσόκοπος εξαντλημένος άνθρωπος. Ο δυστυχισμένος δεν πουλούσε τίποτε, πρόσφερε στους περαστικούς ένα δυστυχισμένο κοκαλιάρικο αγοράκι, το παιδί του, που δεν μπορούσε πια να το θρέψει. «Πάρτε το, λυπηθείτε το, θα πεθάνει».
24 Δεκεμβρίου: Παραμονή Χριστουγέννων. Τα παιδάκια ήρθανε σαν κάθε χρόνο να τραγουδήσουν τα κάλαντα:- Καλήν εσπέραν, άρχοντες.....Άρχοντες; Πεινασμένοι, δεν είχαμε να δώσουμε τίποτε να φάνε τα πεινασμένα παιδάκια, που μόλις στέκονταν ορθά πάνω στα αδύνατα πόδια τους. Περίλυπα κοιτούσαν τα κουρελιασμένα χαρτονομίσματα που τους δίναμε σαν να τα κοροϊδεύαμε, αφού γνωρίζαμε κι εμείς κι αυτά πως δεν αντιπροσώπευαν τίποτε.
26 Δεκεμβρίου 1941: Χθες μάθαμε την πτώση της Βεγγάζης. Η είδηση ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μας.
Και όπως ήταν φυσικό η "μαύρη αγορά" πέρασε στην σκληρότερή της φάση, όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Σάμιος: "Η δεύτερη φάση,
Δεκέμβρης 1941- Μάρτης 1942, ήταν και η πιο τραγική. Λόγω των αυξημένων αναγκών,
της μεγάλης ζήτησης, του φοβερού, κρύου χειμώνα και της μειωμένης παραγωγής
δημητριακών οι τιμές των προϊόντων εκτοξεύτηκαν. Οι μεγάλοι έμποροι και
διακινητές οργανώθηκαν καλύτερα. Ταξίδευαν στην επαρχία, προμηθεύονταν τα αγαθά
σε καλές τιμές, τα μετέφεραν με ασφάλεια στην πόλη, τα έκρυβαν σε αποθήκες,
πολλές φορές τα νόθευαν κιόλας και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να τα
ρίξουν στην αγορά με τη βοήθεια των συνεργατών τους. Όλα αυτά προϋπέθεταν
την ανοχή, την κάλυψη και τη συνεργασία της «Κυβέρνησης» και των κατοχικών
αρχών. Το κύκλωμα εξαιτίας των τεράστιων κερδών είχε ισχυρές προσβάσεις. Οι
φήμες οργίαζαν. Μιλούσαν ακόμα και για υπουργούς που ήταν ανακατεμένοι."
Δεν είναι τυχαία τα λόγια του ποιητή Δ.Γλυνού για την κατάσταση: "…και στη
δική μας χώρα από την πρώτη στιγμή έτρεξαν κοντά στους καταχτητές τα φιλόδοξα
και ιδιοτελή καθάρματα. Έτρεξαν πρώτα πρώτα οι Τσολάκογλοι, οι Μπάκοι, οι
Γκοτζαμάνηδες, οι Καραμάνοι, στρατηγοί, απάτριδες, πολιτικάντηδες, τυχοδιώκτες.
Με την πρόφαση να περισώσουν τάχα κάτι από την καταστροφή, μα στην
πραγματικότητα για να εξασφαλίσουν αξιώματα, πρωτοκαθεδρίες, φαγοπότια,
ρεμούλες για τον εαυτό τους, τους συγγενείς τους και τους φίλους τους,
εδέχθηκαν να κυλιούνται καθημερινά στη λάσπη της προδοσίας, να κοψομεσιάζονται,
να υποβοηθάνε τη λεηλασία και την ερήμωση της χώρας τους και να δίνουνε
πρόσχημα νομιμότητας σε όλα τα κακουργήματα των κατακτητών…Ένας υπουργός είχε
κάποτε την αναισχυντία να πει σε φίλους του που τον ρώτησαν πώς μένει στην
Κυβέρνηση αφού ο λαός πεθαίνει στους δρόμους από την πείνα: - Εγώ έχω το
αυτοκίνητό μου. Καλά τρώγω και πίνω. Ο λαός που ήθελε πόλεμο, ας βγάλει τώρα τα
μάτια του.."
Αυτά εν ολίγοις...Καλό είναι θυμόμαστε και να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας...
1 σχόλιο:
Όταν ο λαός είναι ανιστόρητος η ιστορία θα επαναληφθεί με τη διαφορά ότι ούτε συμμάχους βλέπω, ούτε αντάρτικο. Θα
αργήσει η λευτεριά...
Δημοσίευση σχολίου