Μπορεί η Ελλάδα να είναι μια χώρα ελλειμματική από πλευράς παραγωγής γάλακτος όμως το "ελληνικό γιαούρτι" και η "φέτα" αποτελούν σήματα κατατεθέντα και είναι από τα λίγα ελληνικά προϊόντα που απολαμβάνουν μεγάλο κύρος στο εξωτερικό. Η αποχώρηση της ΦΑΓΕ από την ελληνική αγορά, σηματοδοτεί εξελίξεις, που αφορούν την ελληνική οικονομία συνολικά.
Το παρακάτω άρθρο των Βασίλης Γεώργα και Στέργιου Ζιαμπάκα που πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών", αξίζει της προσοχής μας...
«Κλάδος με ημερομηνία λήξης»!
Ενας... τίτλος που μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί στην ελληνική αγελαδοτροφία και στην εγχώρια παραγωγή γάλακτος. Η άρση του προστατευτικού πλαισίου και η επαπειλούμενη παγίωση των αθρόων εισαγωγών γάλακτος από ευρωπαϊκές χώρες με υπερπαραγωγή προς την κατ’ εξοχήν ελλειμματική -ως προς τις ανάγκες της- Ελλάδα οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ενισχυμένη πίεση από πλευράς βιομηχανιών στους εγχώριους παραγωγούς, στην τάξη των οποίων από καιρό διαμορφώνονται τάσεις φυγής από το επάγγελμα και φέτος σχηματίζονται «ουρές» στα σφαγεία. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση; Τι σκηνικό διαμορφώνουν οι προωθούμενες αλλαγές στο γιαούρτι, η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που αποδυναμώνει τον κλάδο μετά την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος; Ποιος ο ρόλος των βιομηχανιών; Πριν από αυτά τα ερωτήματα, θα απαντήσουμε στο εξής: Πότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον κλάδο; Η «αρχή του κακού» εντοπίζεται στην απελευθέρωση των ποσοστώσεων. Από την 1η Απρίλη του 2015 καταργήθηκε το (διάρκειας 31 ετών) καθεστώς που προέβλεπε ότι μόνον ορισμένες ποσότητες παραγόμενου γάλακτος θα υποστηρίζονταν από την Κοινή Οργάνωση Αγοράς. Παραγωγή πέρα από την προβλεπόμενη ποσότητα δεν στηριζόταν από επιδοτήσεις και δεν ήταν ανταγωνιστική. Μέσα στο 2015 η παραγωγή γάλακτος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε κατά 3,5 εκατ. τόνους. Οι ευρωπαϊκές επενδύσεις είχαν ξεκινήσει χρόνια νωρίτερα. Αξιοσημείωτη η περίπτωση της Ιρλανδίας: Σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 50% μέχρι το 2020. Ομως τα σχέδια δεν βγήκαν. Με το «μπλόκο» στις εξαγωγές ελέω ρωσικού εμπάργκο, μεγάλες ποσότητες έμειναν αδιάθετες. Η Ελλάδα δεν είχε προετοιμαστεί εν όψει της άρσης των ποσοστώσεων και με την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του φρέσκου γάλακτος στις 7 ημέρες διευκόλυνε τις εισαγωγές...
Το σήμερα
Οι αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας λειτουργώντας σε ένα περιβάλλον κρίσης με αυξημένο κόστος παραγωγής, έλλειψη ρευστότητας και υψηλό κόστος ή αδυναμία δανεισμού. Στην αγορά διαπιστώνονται αθρόες εισροές φτηνότερης πρώτης ύλης από χώρες με υπερπαραγωγή. Ο κλάδος συρρικνώνεται συνεχώς, ιδίως στις μειονεκτικές και ορεινές περιοχές όπου οι συνθήκες παραγωγής και εμπορίας είναι δυσκολότερες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος & Κρέατος (ΕΛΟΓΑΚ), η μέση τιμή πώλησης παραγωγού στις γαλακτοβιομηχανίες έπεσε τον Γενάρη του 2016 στα 41,56 λεπτά/λίτρο. Τον Γενάρη του 2014, σύμφωνα πάντα με τον Οργανισμό, η αντίστοιχη αναλογία ήταν 45,18 λεπτά/λίτρο (μείωση 3,62 λεπτά/λίτρο σε δύο μόλις χρόνια). Στα Βαλκάνια, σύμφωνα με στοιχεία που παρατέθηκαν σε πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, η τιμή παραγωγού ανέρχεται στα 32-33 λεπτά/λίτρο. Σε ευρωπαϊκές χώρες με υπερπαραγωγή, υπολογίζεται κάτω των 30 λεπτών/λίτρο (κάποιοι υποστηρίζουν ότι εισάγεται γάλα από το εξωτερικό ακόμη και στα 25 λεπτά/λίτρο). Το μέσο κόστος παραγωγής γάλακτος στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 38 λεπτά/λίτρο· μία από τις υψηλότερες αναλογίες κόστους στην Ευρώπη, καθώς ο Ελληνας παραγωγός έχει μικρό μέσο κλήρο, δεν διαθέτει εκτάσεις βοσκής αντίστοιχες των ευρωπαϊκών, άρα δαπανά μεγάλα ποσά σε ζωοτροφές, στις οποίες ο ΦΠΑ αυξήθηκε από 13% σε 23% και, μεταξύ άλλων, έχει να αντιμετωπίσει την κατά 110% αύξηση στο κόστος ενέργειας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει καθετοποιημένο μοντέλο παραγωγής. Η συρρίκνωση του αριθμού των παραγωγών είναι δραματική: το 1995 ήταν συνολικά 24.309, το 2005 ήταν 7.213 και το 2015 μόλις 3.246. Οπως εξηγούν οι εναπομείναντες, η τραγική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, λόγω της κρίσης, επιτείνεται. Ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες ζητούν επιτακτικά δραματική μείωση της τιμής για το 30% της παραγωγής γάλακτος που παραδίδουν οι παραγωγοί (27-28 λεπτά/λίτρο), με το αιτιολογικό ότι το συγκεκριμένο γάλα θα πάει για τυροκόμηση. Συνάδελφοί τους αναφέρουν μάλιστα ότι στις εκκαθαρίσεις του Μαρτίου η τιμή έπεσε ακόμα και στα 35 λεπτά/λίτρο. Η χώρα μας υπολογίζεται ότι παράγει μόλις το 0,45% της συνολικής παραγωγής γάλακτος στην Ε.Ε. Το 2015 παρήχθησαν περίπου 600.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος (συγκεκριμένα 602.519 τόνοι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ), εκ των οποίων οι 400.000 πάνε στην αγορά ως φρέσκο νωπό γάλα, οι 150.000 τόνοι πάνε για γιαούρτι και οι 50.000 για τυροκόμηση. Το ίδιο έτος, οι ανάγκες της χώρας (κατανάλωση) σε γαλακτοκομικά προϊόντα είναι 1.350.000 τόνοι γάλακτος. Δηλαδή η εγχώρια παραγωγή μπορεί (δυνητικά και μόνο) να καλύψει έως το 45% της εθνικής κατανάλωσης! Είναι σαφές ότι η ελληνική αγελαδοτροφία δεν πάσχει από παραγωγή πλεονασματικών ποσοτήτων, αλλά απειλείται από τις εισαγωγές, οι οποίες έρχονται να ευνοηθούν και από αλλαγές στην παρασκευή γιαουρτιού.
Το αύριο
Με την προτεινόμενη κοινή απόφαση (ΚΥΑ) του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου και του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων Μ. Μπόλαρη, προβλέπεται η απάλειψη του όρου «νωπό γάλα» για την παραγωγή γιαουρτιού από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Ετσι, λοιπόν, γιαούρτι θα μπορεί να παράγεται και από γάλα υψηλής θερμικής επεξεργασίας, συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα με προσθήκη πρωτεϊνών (για τεχνικούς και μόνο λόγους, που συνδέονται με την εποχικότητα). Πρόκειται για είδη γάλακτος που χρησιμοποιούνται ήδη τα τελευταία 25 χρόνια στην ελληνική αγορά, με τη διαφορά ότι προβλέπεται να κυκλοφορούν ως επιδόρπια γιαούρτης. Είναι, όμως, κοινό μυστικό στην αγορά ότι οι «σκόνες» και τα συμπυκνώματα δίνουν και παίρνουν εδώ και χρόνια στα γαλακτοκομικά και ειδικά στα βιομηχανοποιημένα αλλά και τα «στραγγιστά» γιαούρτια. Δεν είναι λίγοι αυτοί που, προκειμένου να αποδείξουν αυτή την πρακτική, παραπέμπουν στις αναλογίες παραγωγής και κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και διαμαρτύρονται ότι ποτέ δεν έγιναν ουσιαστικοί έλεγχοι από την πολιτεία. Η απάλειψη της πρόβλεψης ότι η πήξη του γιαουρτιού προκύπτει από την πήξη «αποκλειστικά και μόνο νωπού γάλακτος», το οποίο έχει συγκεκριμένη διάρκεια ζωής, είναι αρκετή να κατευθύνει μαζικές ποσότητες εισαγόμενου γάλακτος των υπόλοιπων ειδών στην παραγωγή γιαουρτιού και, βεβαίως, αφήνει περιθώριο στον καθένα να προωθεί γιαούρτι στην αγορά που δεν παράγεται από ελληνικό αγελαδινό γάλα. Η νομιμοποίηση μιας χρόνιας πρακτικής σε κάθε περίπτωση θα πλήξει περισσότερο τα συμφέροντα τόσο των κτηνοτρόφων, οι οποίοι θα βρεθούν υπό την πίεση για ακόμη χαμηλότερες τιμές, όσο και εκείνων των βιομηχανιών των οποίων θα θιγεί το συγκριτικό εμπορικό πλεονέκτημα ότι χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον ακριβότερο ελληνικό γάλα για να προωθούν το λεγόμενο «ελληνικό γιαούρτι» ή το «ελληνικού τύπου γιαούρτι» στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές. Το περασμένο έτος οι εξαγωγές του ελληνικού γιαουρτιού απέφεραν συνάλλαγμα περίπου 130-140 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 45.000 τόνους. Το προϊόν ανέβηκε σε ένα έτος επτά θέσεις στη λίστα των εξαγώγιμων προϊόντων (από την 29η το 2014, στην 22η το 2015). Δεν έγινε ποτέ καμία προσπάθεια ούτε από το κράτος ούτε από τη βιομηχανία ούτε από τους κτηνοτρόφους να θεσμοθετηθεί ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) όπως η φέτα. Το «Greek Yogurt» αποτελεί ένα ακόμη εμπορικό τέχνασμα του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου (όπως συνέβαινε με το λεγόμενο «φρέσκο» γάλα), το οποίο λόγω της επιτυχίας του στις διεθνείς αγορές έχει μπει στο μάτι των μεγάλων πολυεθνικών και των διεθνών ανταγωνιστών της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας. Οπως επιβεβαιώνουν γνώστες των πραγμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά, οι βιομηχανίες του εξωτερικού αναζητούν αυτή τη στιγμή νέες αγορές για να διαθέσουν το προϊόν τους, με το κέρδος τους να υπερκαλύπτει το κόστος μεταφοράς.
Οι βιομηχανίες
Παράδοξος και διττός ο ρόλος των μεγάλων βιομηχανιών γάλακτος στην Ελλάδα: είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα της κρίσης που εξαπλώνεται ταχύτατα πλέον στην εγχώρια αγορά γάλακτος μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων, την απελευθέρωση της αγοράς από προστατευτικές διατάξεις και την κάθετη μείωση της ζήτησης. Ο ρόλος του θύτη αποτυπώνεται στη στρατηγική της διαρκώς εντεινόμενης στροφής τους σε εισαγωγές γάλακτος από το εξωτερικό και ταυτόχρονα στη συνεχή πίεση που ασκούν στους εγχώριους παραγωγούς για χαμηλότερες τιμές ειδικά μετά την άρση των ποσοστώσεων. Ο ρόλος τους ως «θυμάτων» προκύπτει από το γεγονός πως οι ισχυρότερες από αυτές είναι εδώ και χρόνια καταχρεωμένες στις τράπεζες και ζημιογόνες σχεδόν σε όλες τις υποκατηγορίες γάλακτος και γαλακτοκομικών που παράγουν, με αποτέλεσμα στη μεταξύ τους μάχη για μικρότερες ζημιές και μεγαλύτερα μερίδια να συμβάλλουν χρόνο με τον χρόνο στην απαξίωση και τη συρρίκνωση της εγχώριας κτηνοτροφίας. Αντίθετα, οι μικρότερες, τοπικές γαλακτοβιομηχανίες, οικογενειακές, συνεταιριστικές ή μη, τα πάνε αρκετά καλύτερα. Δεν μπορούν, όμως, να κάνουν τη διαφορά στη συνολική αγορά, η οποία σταδιακά βασίζεται όλο και περισσότερο σε εισαγόμενες ποσότητες από τα Βαλκάνια, σε ελληνοποιήσεις, σε αφυδατωμένα γάλατα-σκόνες και σε εμπορικά «τρικ» που προκαλούν σύγχυση στον καταναλωτή. Παρότι το γάλα στην Ελλάδα έχει την υψηλότερη λιανική τιμή πανευρωπαϊκά (στα σουπερμάρκετ πωλείται έως 1,40 ευρώ/λίτρο), έχει πάψει από καιρό να θεωρείται «λευκός χρυσός» για παραγωγούς και βιομηχάνους. Το 2014 οι 87 μεγαλύτερες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις της χώρας είχαν πωλήσεις 1,74 δισ. ευρώ, αλλά καθαρά κέρδη μόλις 2,5 εκατ. ευρώ, λόγω της ζημιογόνου δραστηριότητας μεγάλων εταιρειών, όπως η Δέλτα, η ΜΕΒΓΑΛ, η ΕΒΓΑ (παγωτά), η Βίγλα κ.ά. Η απόφαση της γαλακτοβιομηχανίας ΦΑΓΕ να πουλήσει το εργοστάσιο παραγωγής παστεριωμένου γάλακτος μακράς διάρκειας στο Αμύνταιο και να επικεντρωθεί πλέον κυρίως στο γιαούρτι και τις διεθνείς της δραστηριότητες που την έχουν καταστήσει έναν από τους leaders στην αγορά των ΗΠΑ αποδεικνύει ότι το γάλα δεν δελεάζει πλέον όσες βιομηχανίες μπορούν να πετύχουν καλύτερες επιδόσεις σε άλλες κατηγορίες. Η συγκεκριμένη εταιρεία έχει πλέον έδρα το Λουξεμβούργο και πραγματοποιεί πωλήσεις 648,2 εκατ. δολαρίων, εκ των οποίων πάνω από το 82% προέρχεται από το εξωτερικό. Η αποχώρησή της θα αφήσει «ορφανό» ένα μερίδιο περίπου 7% σε μια αγορά (γάλα μακράς διάρκειας) όπου κυρίαρχος παίκτης είναι η Friesland Campina. Στη σκιά της απόφασης της ΦΑΓΕ, αλλά και αμέσως μετά τη «διαρροή» των σχεδιασμών περαιτέρω «απελευθέρωσης» της αγοράς σε ό,τι αφορά τα συστατικά του γιαουρτιού, κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα φήμες ότι η μεγαλύτερη εταιρεία στο παστεριωμένο γάλα, η Δέλτα, του ομίλου Vivartia (MIG), προτίθεται να κλείσει τα περισσότερα από τα πέντε εργοστάσιά της στην Ελλάδα.
Ο λόγος είναι πως η Δέλτα ως leader στο «φρέσκο» παστεριωμένο γάλα, με 33% και από τους βασικούς αγοραστές ποσοτήτων στην εγχώρια αγελαδοτροφία (απορροφά το 25% της εγχώριας παραγωγής), πιέζεται όλο και περισσότερο από τις φτηνότερες εισαγωγές που πραγματοποιούν ανταγωνιστές της από τα Βαλκάνια. Ο συγκεκριμένος όμιλος είχε πρωταγωνιστήσει και στις αντιδράσεις της εγχώριας γαλακτοβιομηχανίας όταν το 2014 άλλαξε με συνταγή ΟΟΣΑ το θεσμικό πλαίσιο και αυξήθηκε η διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος αρχικά κατά 2 επιπλέον ημέρες και στη συνέχεια απελευθερώθηκε πλήρως με ευθύνη της βιομηχανίας. «Οταν εξαντλούνται πλέον οι δυνατότητες «προστατευτισμού» από το κράτος, οι επιλογές είναι αρχικά η πίεση για περαιτέρω μείωση στις τιμές παραγωγού και στη συνέχεια η αλλαγή στρατηγικής με αύξηση των εισαγωγών ή μεταφορά μέρους της παραγωγικής δραστηριότητας στα Βαλκάνια, όπως έχουν ήδη κάνει μεγάλες εταιρείες του κλάδου και πράττουμε και εμείς», λέει στην «Εφ.Συν.» στέλεχος μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας. Ενας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αλλά και εισαγωγείς γάλακτος στην Ελλάδα, με συνολικό μερίδιο 20% στην αγορά, είναι ο όμιλος Τυράς Α.Ε., στον έλεγχο του οποίου βρίσκονται η Ολυμπος στη Λάρισα, η Ροδόπη στην Ξάνθη, η φερώνυμη Τυράς στα Τρίκαλα, αλλά και δύο μεγάλες παραγωγικές μονάδες στη Ρουμανία (FLB) και τη Βουλγαρία (TYRBUL). Ο όμιλος πραγματοποιεί τζίρο περίπου 300 εκατ. ευρώ και κέρδη 8 εκατ. ευρώ, βασίζοντας σημαντικό μέρος της πρώτης ύλης και των προϊόντων του στις δραστηριότητες των Βαλκανίων, ενώ κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί από τους ανταγωνιστές του ως βασικός υποστηρικτής των πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς από περιορισμούς και διευκόλυνσης των εισαγωγών. Εισαγωγές γάλακτος κάνουν λιγότερο ή περισσότερο όλες οι βιομηχανίες στην αγορά. Το θέμα δεν είναι, όμως, οι εισαγωγές, αλλά ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τις «ελληνοποιήσεις» γάλακτος από τη στιγμή που οι εταιρείες ποντάρουν στο μάρκετινγκ της «εθνικής ταυτότητας» των προϊόντων τους, είτε όταν πουλάνε παστεριωμένο γάλα είτε όταν φτιάχνουν γιαούρτια, κρέμες γάλακτος, βούτυρα και τυριά. Leader της αγοράς στα γιαούρτια είναι σήμερα η ΦΑΓΕ, ακολουθούμενη σε μερίδια από τη ΔΕΛΤΑ, την Ολυμπος, την Danone, την Κρι Κρι, τη ΜΕΒΓΑΛ και την Friesland Campina.
Η εκτίμηση της Ενωσης Ελλήνων Χημικών
«Από τη μελέτη του σχεδίου του νομοθετήματος προκύπτει ότι δεν θα επιτρέπεται η χρήση σκόνης γάλακτος στην παραγωγή του γιαουρτιού», αναφέρεται στην παρέμβαση που έγινε προ ημερών από την Ενωση Ελλήνων Χημικών. Οπως εξήγησαν μέλη της στην «Εφ.Συν.», η ανακοίνωση εκδόθηκε αυστηρά και μόνο για το εάν θα επιτρέπεται το γάλα σε σκόνη. Η Ενωση εκτιμά ότι η επερχόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας δεν εγείρει σε καμία περίπτωση θέματα ασφαλείας ή υποβάθμισης των αγαθών και επομένως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για τους καταναλωτές. Από εκεί και πέρα, θα εξεταστούν περαιτέρω παράμετροι, όπως για παράδειγμα εάν η χρήση του θερμικά επεξεργασμένου γάλακτος ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην ελληνική παραγωγή και στο «ελληνικό γιαούρτι». Αναμένεται νέα τοποθέτηση.
Το παρακάτω άρθρο των Βασίλης Γεώργα και Στέργιου Ζιαμπάκα που πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών", αξίζει της προσοχής μας...
«Κλάδος με ημερομηνία λήξης»!
Ενας... τίτλος που μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί στην ελληνική αγελαδοτροφία και στην εγχώρια παραγωγή γάλακτος. Η άρση του προστατευτικού πλαισίου και η επαπειλούμενη παγίωση των αθρόων εισαγωγών γάλακτος από ευρωπαϊκές χώρες με υπερπαραγωγή προς την κατ’ εξοχήν ελλειμματική -ως προς τις ανάγκες της- Ελλάδα οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ενισχυμένη πίεση από πλευράς βιομηχανιών στους εγχώριους παραγωγούς, στην τάξη των οποίων από καιρό διαμορφώνονται τάσεις φυγής από το επάγγελμα και φέτος σχηματίζονται «ουρές» στα σφαγεία. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση; Τι σκηνικό διαμορφώνουν οι προωθούμενες αλλαγές στο γιαούρτι, η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που αποδυναμώνει τον κλάδο μετά την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος; Ποιος ο ρόλος των βιομηχανιών; Πριν από αυτά τα ερωτήματα, θα απαντήσουμε στο εξής: Πότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον κλάδο; Η «αρχή του κακού» εντοπίζεται στην απελευθέρωση των ποσοστώσεων. Από την 1η Απρίλη του 2015 καταργήθηκε το (διάρκειας 31 ετών) καθεστώς που προέβλεπε ότι μόνον ορισμένες ποσότητες παραγόμενου γάλακτος θα υποστηρίζονταν από την Κοινή Οργάνωση Αγοράς. Παραγωγή πέρα από την προβλεπόμενη ποσότητα δεν στηριζόταν από επιδοτήσεις και δεν ήταν ανταγωνιστική. Μέσα στο 2015 η παραγωγή γάλακτος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε κατά 3,5 εκατ. τόνους. Οι ευρωπαϊκές επενδύσεις είχαν ξεκινήσει χρόνια νωρίτερα. Αξιοσημείωτη η περίπτωση της Ιρλανδίας: Σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 50% μέχρι το 2020. Ομως τα σχέδια δεν βγήκαν. Με το «μπλόκο» στις εξαγωγές ελέω ρωσικού εμπάργκο, μεγάλες ποσότητες έμειναν αδιάθετες. Η Ελλάδα δεν είχε προετοιμαστεί εν όψει της άρσης των ποσοστώσεων και με την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του φρέσκου γάλακτος στις 7 ημέρες διευκόλυνε τις εισαγωγές...
Το σήμερα
Οι αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας λειτουργώντας σε ένα περιβάλλον κρίσης με αυξημένο κόστος παραγωγής, έλλειψη ρευστότητας και υψηλό κόστος ή αδυναμία δανεισμού. Στην αγορά διαπιστώνονται αθρόες εισροές φτηνότερης πρώτης ύλης από χώρες με υπερπαραγωγή. Ο κλάδος συρρικνώνεται συνεχώς, ιδίως στις μειονεκτικές και ορεινές περιοχές όπου οι συνθήκες παραγωγής και εμπορίας είναι δυσκολότερες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος & Κρέατος (ΕΛΟΓΑΚ), η μέση τιμή πώλησης παραγωγού στις γαλακτοβιομηχανίες έπεσε τον Γενάρη του 2016 στα 41,56 λεπτά/λίτρο. Τον Γενάρη του 2014, σύμφωνα πάντα με τον Οργανισμό, η αντίστοιχη αναλογία ήταν 45,18 λεπτά/λίτρο (μείωση 3,62 λεπτά/λίτρο σε δύο μόλις χρόνια). Στα Βαλκάνια, σύμφωνα με στοιχεία που παρατέθηκαν σε πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, η τιμή παραγωγού ανέρχεται στα 32-33 λεπτά/λίτρο. Σε ευρωπαϊκές χώρες με υπερπαραγωγή, υπολογίζεται κάτω των 30 λεπτών/λίτρο (κάποιοι υποστηρίζουν ότι εισάγεται γάλα από το εξωτερικό ακόμη και στα 25 λεπτά/λίτρο). Το μέσο κόστος παραγωγής γάλακτος στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 38 λεπτά/λίτρο· μία από τις υψηλότερες αναλογίες κόστους στην Ευρώπη, καθώς ο Ελληνας παραγωγός έχει μικρό μέσο κλήρο, δεν διαθέτει εκτάσεις βοσκής αντίστοιχες των ευρωπαϊκών, άρα δαπανά μεγάλα ποσά σε ζωοτροφές, στις οποίες ο ΦΠΑ αυξήθηκε από 13% σε 23% και, μεταξύ άλλων, έχει να αντιμετωπίσει την κατά 110% αύξηση στο κόστος ενέργειας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει καθετοποιημένο μοντέλο παραγωγής. Η συρρίκνωση του αριθμού των παραγωγών είναι δραματική: το 1995 ήταν συνολικά 24.309, το 2005 ήταν 7.213 και το 2015 μόλις 3.246. Οπως εξηγούν οι εναπομείναντες, η τραγική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, λόγω της κρίσης, επιτείνεται. Ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες ζητούν επιτακτικά δραματική μείωση της τιμής για το 30% της παραγωγής γάλακτος που παραδίδουν οι παραγωγοί (27-28 λεπτά/λίτρο), με το αιτιολογικό ότι το συγκεκριμένο γάλα θα πάει για τυροκόμηση. Συνάδελφοί τους αναφέρουν μάλιστα ότι στις εκκαθαρίσεις του Μαρτίου η τιμή έπεσε ακόμα και στα 35 λεπτά/λίτρο. Η χώρα μας υπολογίζεται ότι παράγει μόλις το 0,45% της συνολικής παραγωγής γάλακτος στην Ε.Ε. Το 2015 παρήχθησαν περίπου 600.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος (συγκεκριμένα 602.519 τόνοι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ), εκ των οποίων οι 400.000 πάνε στην αγορά ως φρέσκο νωπό γάλα, οι 150.000 τόνοι πάνε για γιαούρτι και οι 50.000 για τυροκόμηση. Το ίδιο έτος, οι ανάγκες της χώρας (κατανάλωση) σε γαλακτοκομικά προϊόντα είναι 1.350.000 τόνοι γάλακτος. Δηλαδή η εγχώρια παραγωγή μπορεί (δυνητικά και μόνο) να καλύψει έως το 45% της εθνικής κατανάλωσης! Είναι σαφές ότι η ελληνική αγελαδοτροφία δεν πάσχει από παραγωγή πλεονασματικών ποσοτήτων, αλλά απειλείται από τις εισαγωγές, οι οποίες έρχονται να ευνοηθούν και από αλλαγές στην παρασκευή γιαουρτιού.
Το αύριο
Με την προτεινόμενη κοινή απόφαση (ΚΥΑ) του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου και του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων Μ. Μπόλαρη, προβλέπεται η απάλειψη του όρου «νωπό γάλα» για την παραγωγή γιαουρτιού από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Ετσι, λοιπόν, γιαούρτι θα μπορεί να παράγεται και από γάλα υψηλής θερμικής επεξεργασίας, συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα με προσθήκη πρωτεϊνών (για τεχνικούς και μόνο λόγους, που συνδέονται με την εποχικότητα). Πρόκειται για είδη γάλακτος που χρησιμοποιούνται ήδη τα τελευταία 25 χρόνια στην ελληνική αγορά, με τη διαφορά ότι προβλέπεται να κυκλοφορούν ως επιδόρπια γιαούρτης. Είναι, όμως, κοινό μυστικό στην αγορά ότι οι «σκόνες» και τα συμπυκνώματα δίνουν και παίρνουν εδώ και χρόνια στα γαλακτοκομικά και ειδικά στα βιομηχανοποιημένα αλλά και τα «στραγγιστά» γιαούρτια. Δεν είναι λίγοι αυτοί που, προκειμένου να αποδείξουν αυτή την πρακτική, παραπέμπουν στις αναλογίες παραγωγής και κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και διαμαρτύρονται ότι ποτέ δεν έγιναν ουσιαστικοί έλεγχοι από την πολιτεία. Η απάλειψη της πρόβλεψης ότι η πήξη του γιαουρτιού προκύπτει από την πήξη «αποκλειστικά και μόνο νωπού γάλακτος», το οποίο έχει συγκεκριμένη διάρκεια ζωής, είναι αρκετή να κατευθύνει μαζικές ποσότητες εισαγόμενου γάλακτος των υπόλοιπων ειδών στην παραγωγή γιαουρτιού και, βεβαίως, αφήνει περιθώριο στον καθένα να προωθεί γιαούρτι στην αγορά που δεν παράγεται από ελληνικό αγελαδινό γάλα. Η νομιμοποίηση μιας χρόνιας πρακτικής σε κάθε περίπτωση θα πλήξει περισσότερο τα συμφέροντα τόσο των κτηνοτρόφων, οι οποίοι θα βρεθούν υπό την πίεση για ακόμη χαμηλότερες τιμές, όσο και εκείνων των βιομηχανιών των οποίων θα θιγεί το συγκριτικό εμπορικό πλεονέκτημα ότι χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον ακριβότερο ελληνικό γάλα για να προωθούν το λεγόμενο «ελληνικό γιαούρτι» ή το «ελληνικού τύπου γιαούρτι» στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές. Το περασμένο έτος οι εξαγωγές του ελληνικού γιαουρτιού απέφεραν συνάλλαγμα περίπου 130-140 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 45.000 τόνους. Το προϊόν ανέβηκε σε ένα έτος επτά θέσεις στη λίστα των εξαγώγιμων προϊόντων (από την 29η το 2014, στην 22η το 2015). Δεν έγινε ποτέ καμία προσπάθεια ούτε από το κράτος ούτε από τη βιομηχανία ούτε από τους κτηνοτρόφους να θεσμοθετηθεί ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) όπως η φέτα. Το «Greek Yogurt» αποτελεί ένα ακόμη εμπορικό τέχνασμα του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου (όπως συνέβαινε με το λεγόμενο «φρέσκο» γάλα), το οποίο λόγω της επιτυχίας του στις διεθνείς αγορές έχει μπει στο μάτι των μεγάλων πολυεθνικών και των διεθνών ανταγωνιστών της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας. Οπως επιβεβαιώνουν γνώστες των πραγμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά, οι βιομηχανίες του εξωτερικού αναζητούν αυτή τη στιγμή νέες αγορές για να διαθέσουν το προϊόν τους, με το κέρδος τους να υπερκαλύπτει το κόστος μεταφοράς.
Οι βιομηχανίες
Παράδοξος και διττός ο ρόλος των μεγάλων βιομηχανιών γάλακτος στην Ελλάδα: είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα της κρίσης που εξαπλώνεται ταχύτατα πλέον στην εγχώρια αγορά γάλακτος μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων, την απελευθέρωση της αγοράς από προστατευτικές διατάξεις και την κάθετη μείωση της ζήτησης. Ο ρόλος του θύτη αποτυπώνεται στη στρατηγική της διαρκώς εντεινόμενης στροφής τους σε εισαγωγές γάλακτος από το εξωτερικό και ταυτόχρονα στη συνεχή πίεση που ασκούν στους εγχώριους παραγωγούς για χαμηλότερες τιμές ειδικά μετά την άρση των ποσοστώσεων. Ο ρόλος τους ως «θυμάτων» προκύπτει από το γεγονός πως οι ισχυρότερες από αυτές είναι εδώ και χρόνια καταχρεωμένες στις τράπεζες και ζημιογόνες σχεδόν σε όλες τις υποκατηγορίες γάλακτος και γαλακτοκομικών που παράγουν, με αποτέλεσμα στη μεταξύ τους μάχη για μικρότερες ζημιές και μεγαλύτερα μερίδια να συμβάλλουν χρόνο με τον χρόνο στην απαξίωση και τη συρρίκνωση της εγχώριας κτηνοτροφίας. Αντίθετα, οι μικρότερες, τοπικές γαλακτοβιομηχανίες, οικογενειακές, συνεταιριστικές ή μη, τα πάνε αρκετά καλύτερα. Δεν μπορούν, όμως, να κάνουν τη διαφορά στη συνολική αγορά, η οποία σταδιακά βασίζεται όλο και περισσότερο σε εισαγόμενες ποσότητες από τα Βαλκάνια, σε ελληνοποιήσεις, σε αφυδατωμένα γάλατα-σκόνες και σε εμπορικά «τρικ» που προκαλούν σύγχυση στον καταναλωτή. Παρότι το γάλα στην Ελλάδα έχει την υψηλότερη λιανική τιμή πανευρωπαϊκά (στα σουπερμάρκετ πωλείται έως 1,40 ευρώ/λίτρο), έχει πάψει από καιρό να θεωρείται «λευκός χρυσός» για παραγωγούς και βιομηχάνους. Το 2014 οι 87 μεγαλύτερες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις της χώρας είχαν πωλήσεις 1,74 δισ. ευρώ, αλλά καθαρά κέρδη μόλις 2,5 εκατ. ευρώ, λόγω της ζημιογόνου δραστηριότητας μεγάλων εταιρειών, όπως η Δέλτα, η ΜΕΒΓΑΛ, η ΕΒΓΑ (παγωτά), η Βίγλα κ.ά. Η απόφαση της γαλακτοβιομηχανίας ΦΑΓΕ να πουλήσει το εργοστάσιο παραγωγής παστεριωμένου γάλακτος μακράς διάρκειας στο Αμύνταιο και να επικεντρωθεί πλέον κυρίως στο γιαούρτι και τις διεθνείς της δραστηριότητες που την έχουν καταστήσει έναν από τους leaders στην αγορά των ΗΠΑ αποδεικνύει ότι το γάλα δεν δελεάζει πλέον όσες βιομηχανίες μπορούν να πετύχουν καλύτερες επιδόσεις σε άλλες κατηγορίες. Η συγκεκριμένη εταιρεία έχει πλέον έδρα το Λουξεμβούργο και πραγματοποιεί πωλήσεις 648,2 εκατ. δολαρίων, εκ των οποίων πάνω από το 82% προέρχεται από το εξωτερικό. Η αποχώρησή της θα αφήσει «ορφανό» ένα μερίδιο περίπου 7% σε μια αγορά (γάλα μακράς διάρκειας) όπου κυρίαρχος παίκτης είναι η Friesland Campina. Στη σκιά της απόφασης της ΦΑΓΕ, αλλά και αμέσως μετά τη «διαρροή» των σχεδιασμών περαιτέρω «απελευθέρωσης» της αγοράς σε ό,τι αφορά τα συστατικά του γιαουρτιού, κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα φήμες ότι η μεγαλύτερη εταιρεία στο παστεριωμένο γάλα, η Δέλτα, του ομίλου Vivartia (MIG), προτίθεται να κλείσει τα περισσότερα από τα πέντε εργοστάσιά της στην Ελλάδα.
Ο λόγος είναι πως η Δέλτα ως leader στο «φρέσκο» παστεριωμένο γάλα, με 33% και από τους βασικούς αγοραστές ποσοτήτων στην εγχώρια αγελαδοτροφία (απορροφά το 25% της εγχώριας παραγωγής), πιέζεται όλο και περισσότερο από τις φτηνότερες εισαγωγές που πραγματοποιούν ανταγωνιστές της από τα Βαλκάνια. Ο συγκεκριμένος όμιλος είχε πρωταγωνιστήσει και στις αντιδράσεις της εγχώριας γαλακτοβιομηχανίας όταν το 2014 άλλαξε με συνταγή ΟΟΣΑ το θεσμικό πλαίσιο και αυξήθηκε η διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος αρχικά κατά 2 επιπλέον ημέρες και στη συνέχεια απελευθερώθηκε πλήρως με ευθύνη της βιομηχανίας. «Οταν εξαντλούνται πλέον οι δυνατότητες «προστατευτισμού» από το κράτος, οι επιλογές είναι αρχικά η πίεση για περαιτέρω μείωση στις τιμές παραγωγού και στη συνέχεια η αλλαγή στρατηγικής με αύξηση των εισαγωγών ή μεταφορά μέρους της παραγωγικής δραστηριότητας στα Βαλκάνια, όπως έχουν ήδη κάνει μεγάλες εταιρείες του κλάδου και πράττουμε και εμείς», λέει στην «Εφ.Συν.» στέλεχος μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας. Ενας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αλλά και εισαγωγείς γάλακτος στην Ελλάδα, με συνολικό μερίδιο 20% στην αγορά, είναι ο όμιλος Τυράς Α.Ε., στον έλεγχο του οποίου βρίσκονται η Ολυμπος στη Λάρισα, η Ροδόπη στην Ξάνθη, η φερώνυμη Τυράς στα Τρίκαλα, αλλά και δύο μεγάλες παραγωγικές μονάδες στη Ρουμανία (FLB) και τη Βουλγαρία (TYRBUL). Ο όμιλος πραγματοποιεί τζίρο περίπου 300 εκατ. ευρώ και κέρδη 8 εκατ. ευρώ, βασίζοντας σημαντικό μέρος της πρώτης ύλης και των προϊόντων του στις δραστηριότητες των Βαλκανίων, ενώ κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί από τους ανταγωνιστές του ως βασικός υποστηρικτής των πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς από περιορισμούς και διευκόλυνσης των εισαγωγών. Εισαγωγές γάλακτος κάνουν λιγότερο ή περισσότερο όλες οι βιομηχανίες στην αγορά. Το θέμα δεν είναι, όμως, οι εισαγωγές, αλλά ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τις «ελληνοποιήσεις» γάλακτος από τη στιγμή που οι εταιρείες ποντάρουν στο μάρκετινγκ της «εθνικής ταυτότητας» των προϊόντων τους, είτε όταν πουλάνε παστεριωμένο γάλα είτε όταν φτιάχνουν γιαούρτια, κρέμες γάλακτος, βούτυρα και τυριά. Leader της αγοράς στα γιαούρτια είναι σήμερα η ΦΑΓΕ, ακολουθούμενη σε μερίδια από τη ΔΕΛΤΑ, την Ολυμπος, την Danone, την Κρι Κρι, τη ΜΕΒΓΑΛ και την Friesland Campina.
Η εκτίμηση της Ενωσης Ελλήνων Χημικών
«Από τη μελέτη του σχεδίου του νομοθετήματος προκύπτει ότι δεν θα επιτρέπεται η χρήση σκόνης γάλακτος στην παραγωγή του γιαουρτιού», αναφέρεται στην παρέμβαση που έγινε προ ημερών από την Ενωση Ελλήνων Χημικών. Οπως εξήγησαν μέλη της στην «Εφ.Συν.», η ανακοίνωση εκδόθηκε αυστηρά και μόνο για το εάν θα επιτρέπεται το γάλα σε σκόνη. Η Ενωση εκτιμά ότι η επερχόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας δεν εγείρει σε καμία περίπτωση θέματα ασφαλείας ή υποβάθμισης των αγαθών και επομένως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για τους καταναλωτές. Από εκεί και πέρα, θα εξεταστούν περαιτέρω παράμετροι, όπως για παράδειγμα εάν η χρήση του θερμικά επεξεργασμένου γάλακτος ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην ελληνική παραγωγή και στο «ελληνικό γιαούρτι». Αναμένεται νέα τοποθέτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου