Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα. Μπορεί να έχει μεγάλη ιστορία αλλά παραμένει μικρή χώρα. Αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς, πόσο μάλλον στον αθλητισμό. Και όταν στην χώρα μας πλέον οι νέοι δεν αθλούνται - ούτε μαζικά και ερασιτεχνικά αλλά ούτε επαγγελματικά - είναι προφανές ότι η δεξαμενή κάποια στιγμή θα στερέψει.
Έτσι μετά το 2004, όπου συνέβει και μια τεραστίων διαστάσεων πανστρατεία του παγκόσμιου ελληνισμού για να παρουσιαστεί η χώρα μας όσο το δυνατόν καλύτερη στους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα πράγματα πήραν τον κατήφορο. Για κάποια χρόνια είχαμε καλές φουρνιές σε κάποια αθλήματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια ο κατήφορος είναι μεγάλος και οι λόγοι είναι πολλοί (αλλά όχι της παρούσης).Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε το μπάσκετ. Με πολύ μικρό αναπτυξιακό υπόβαθρο τα τελευταία χρόνια, και προπονητές που δεν πλέον δε διδάσκουν τα βασικά του αθλήματος στις μικρές ηλικίες, ρίχνοντας βάρος στο αποτέλεσμα και όχι στην εκμάθηνση και την ανάπτυξη, τα πράγματα έγιναν στάσιμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και στις μικρές κατηγορίες οι περισσότεροι απ' αυτούς που ξεχωρίζουν είναι πρώην ταλέντα και 35άρηδες που έχουν φάει "με το κουτάλι" τα γήπεδα.
Για κάποια χρόνια η χώρα μας είχε την τύχη να συμπληρώνει τις "ελλείψεις" της με ομογενείς. Με σωστή προσέγγιση και ενσωμάτωσή τους στην εθνική από τις μικρές ηλικίες, οι αδερφοί Καλάθη, ο Κουφός και ο Μπράμος έγιναν κομμάτι της προσπάθειας, παίρνοντας κάποιοι συμπληρωματικό και κάποιοι άλλοι πιο σημαντικό ρόλο.Τα χρόνια όμως πέρασαν, ο πρόεδρος της ομοσπονδίας και οι συν αυτώ κουράστηκαν για να κυνηγάνε ταλέντα στην Ελλάδα και στην Αμερική, η θέση του ομοσπονδιακού προπονητή έγινε υπόθεση δύο καλοκαιρινών μηνών, με αποτέλεσμα λίγοι να θέλουν ν' ασχοληθούν σοβαρά. Οι μαζικές αποχωρήσεις της μεγάλης φουρνιάς έφεραν, την χώρα στο όριό της - μακριά από επιτυχίες. Βρεθήκαμε πολλές φορές ένα κλικ, από την μεγάλη επιτυχία αλλά ποτέ δεν τα καταφέραμε.
Κι ύστερα ήρθαν ο Γιάννης και ο Θανάσης. Ο πρώτος διαφημίστηκε ως το μεγαλύτερο ταλέντο που έβγαλε το ελληνικό μπάσκετ, πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό (χωρίς να έχει παίξει ούτε ένα αγώνα σε Α1 ή Ευρωλίγκα) και είχε την τύχη να επενδύσει πάνω του μια μικρομεσαία ομάδα του ΝΒΑ - οι Μιλγουόκι Μπακς. Η σκληρή δουλειά, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του, η έμφυτη αθλητικότητά του και η εντυπωσιακή εξέλιξή του, έδωσαν καινούργιο ενδιαφέρον στην υπόθεση "εθνική μπάσκετ". Μαζί του εμφανίστηκε και ο Θανάσης: Μπορεί να μην είχε το ταλέντο του Γιάννη, αλλά όντας μεγαλύτερος, μπασκετικά ωριμότερος και σίγουρα πιο προσκολλημένος στην ιδέα της εθνικής απ' ότι ο μικρότερος αδερφός του (που παρά το status του, δεν έδειξε την ίδια προσήλωση στην εθνική, με άλλους μεγάλους Ευρωπαίους αστέρες του ΝΒΑ) να γίνει απαραίτητος στην ομάδα. Η αθλητικότητα, η αφοβία και η αμυντική του διάθεση τον έκαναν σημαντικότατο στέλεχος στο παζλ της εθνικής, και όχι μόνο "τον μεγάλο αδερφό του Γιάννη" που "παίζει χαριστικά στην εθνική για να είναι ευχαριστημένος ο αδερφός του".
Όμως το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ της Κίνας στα 2019 μας χτύπησε την μεγάλη καμπάνα. Έχοντας περάσει "αέρα" στα προκριματικά (κατά βάση με τα δεύτερα) και με την παρουσία του ΜVP του ΝΒΑ, Γιάννη Αντετοκούνμπο, στις τάξεις της ομάδας, είχαμε μεγάλες ελπίδες για επιτυχία. Όμως η έλλειψη προπονητή με παραστάσεις στο υψηλότερο επίπεδο, η κακή διαχείρηση του υλικού (αφού είδαμε πολλές φορές τους αθλητές μας να "κουτουλάνε" ο ένας τον άλλο στον αγωνιστικό χώρο και να έχουν αλλοπρόσαλλη χρονική παρουσία), οι ελλείψεις σε ψηλούς και σουτέρ, η κακή διαχείρηση εως και ατυχία ενός αγώνα (αυτού με την Βραζιλία) και η σαφέστατη εύνοια προς τους αντιπάλους μας σ' έναν άλλο (αυτού με την Τσεχία) μας έστειλαν στο σπίτι μας νωρίτερα από την ώρα μας. Εκεί φάνηκε ξεκάθαρα ότι οι παλιές νοοτροπίες (όπου οι παρατρεχάμενοι αφήνονται να δημιουργούν έριδες στην ομάδα και που τ' αγωνιστικά συστήματα δεν αρκούν για να κάνουμε τ' αυτονόητα στο παρκέ), η λογική "με τέτοιους αθλητές δεν χρειαζόμαστε καν προπονητή" δεν αρκούσαν για να προχωρήσει η ομάδα, ενώ παράλληλα και η έλλειψη προστασίας της εθνικής (όπου φτάσαμε σε σημείο διαιτητής να λέει στον πάγκο της εθνικής "η εποχή σας πέρασε", δίνοντας τεχνική ποινή μετά από διαμαρτυρία για ένα "φάλτσο" σφύριγμα) κατέδειξαν ότι χρειαζόμαστε κάτι διαφορετικό για τη συνέχεια καθώς και ότι αν θέλουμε να ξαναέχουμε διακρίσεις στο μέλλον, θα πρέπει να υπάρξουν δομικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα.
Κι έτσι εμφανίστηκε ο Πιτίνο. Μια από τις μεγαλύτερες προπονητικές προσωπικότητες στον πλανήτη, βρέθηκε στην χώρα μας από σπόντα για να προπονήσει τον ΠΑΟ και όταν "είδε φως" στην εθνική, μπήκε δεχόμενος να το κάνει χωρίς μισθό. Βέβαια ο άνθρωπος στο μυαλό του είχε μια γρήγορη, "αμερικάνικη" ομάδα, με τον Σπανούλη αρχηγό-ηγέτη, τους Καλάθη - Ντόρσεϊ - Σλούκα στα γκάρντ, Παπανικολάου-Θανάση-Παπαπέτρου στο "3", και μπροστά Πρίντεζη-Παπαγιάννη-Κουφό-Μήτογλου στα καλύτερά τους, με τον Γιάννη να παίζει παντού. Στα χαρτιά η ομάδα είχε προοπτική, δυναμική και ταλέντο, ενώ το σημαντικότερο ήταν το ότι όλοι (μετά από καιρό) φαίνονταν θετικοί για να πάρουν μέρος. Αλλά η πράξη αποδείχτηκε εντελώς διαφορετική απ' ότι η θεωρία.
Είπαμε όμως, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες μπασκετμπολίστες που ανήκουν στο πολύ πάνω ράφι, είναι αριθμητικά λίγοι. Έτσι όταν φάνηκε από το πρόγραμμα του ΝΒΑ ότι τα playoffs τα πράγματα θα τραβούσαν μακρυά, και επομένως η συμμετοχή για τους 2+1 Έλληνες της εθνικής στο Προ-ολυμπιακό θα ήταν δύσκολη, αρχίσαμε να μετράμε σιγά-σιγά πιθανές απώλειες. Μετά τραυματίστηκε σοβαρά ο Κώστας Παπανικολάου, με αποτέλεσμα να μην έχει (ακόμα και σήμερα, 6 μήνες μετά τον τραυματισμό του) τη δυνατότητα να προπονηθεί σε φουλ ρυθμούς. Σ' αυτούς προσθέστε τον Ντόρσεϊ (ο οποίος όπως δεν προσήλθε στην εθνική το 2019 γιατί ήθελε να κυνηγήσει "το όνειρο του ΝΒΑ", έτσι και τώρα κάνει το ίδιο) και τον Κουφό (τον οποίο κάποιοι στην ομοσπονδία δε θέλουν για λόγους που αγγίζουν τα ορια του κουτσομπολιού) για να καταλάβετε ότι η ανίκητη, στα χαρτιά, ομάδα έχει μεγάλη έλλειψη ταλέντου, προοπτικής και παραστάσεων, σε "θέσεις-κλειδιά", παρά την παρουσία μιας"αλεπούς των πάγκων" (του Ρικ Πιτίνο) και την επιστροφή του Βασίλη Σπανούλη στα γαλανόλευκα, για την τελευταία του ευκαιρία να πάρει μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το γιατί φτάσαμε να μετράμε τα κουκιά και να μη μας βγαίνουν είναι βέβαια απλό. Όπως είπαμε και πριν, τα τελευταία χρόνια οι ομάδες δεν επενδύουν σε Έλληνες, το ταλέντο είναι περιορισμένο και η εξέλιξη των "ταλαντούχων" μικρή (για τους λόγους προαναφέραμε). Έτσι στο Προολυμπιακό του Καναδά σε λίγο καιρό, τα πράγματα θα είναι δύσκολα, τόσο απέναντι στους Τσέχους και τους Τούρκους, όσο και απέναντι στους οικοδεσπότες Καναδούς.
Και είναι κρίμα γιατί οι "καλοί" Έλληνες είναι όντως πολύ καλοί. Αλλά τα χρόνια περνάνε, η ομάδα δεν προχωράει και από πίσω αυτοί που έρχονται είναι λίγοι και λιγότερο ταλαντούχοι. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές που έρχονται - στην ομοσπονδία αλλά και στην νοοτροπία - να βελτιώσουν τα πράγματα, ώστε να ξαναδούμε μεγάλες επιτυχίες και να μην καταλήξουμε πάλι να ευχόμαστε ν' αποκλειστούν ομάδες νωρίς από τις υποχρεώσεις τους, ώστε να έχουμε τους λίγους πολύ καλούς μας, υγιείς στην εθνική...
Στα 2010, στο τουρνουά Ακρόπολις η εθνική μας νίκησε 123-49 τον Καναδά. Έντεκα χρόνια μετά, η ομάδα του Καναδά φαντάζει το μεγάλο φαβορί για να περάσει στους Ολυμπιακούς. Οι συγκρίσεις προκαλούν θλίψη. Και όλα αυτά παρότι από την τότε έχουν αποσυρθεί ο Σκορτσιανίτης και ο Διαμαντίδης και απουσιάζουν οι Βασιλειάδης και Περπέρογλου, αλλά αγωνίζονται ακόμα οι Σπανούλης, Πρίντεζης και Καλάθης. Η μεν ομάδα του Καναδά εξελίχθηκε, η δε δική μας οπισθοδρόμησε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου