Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Μερικές σκέψεις για τις εξελίξεις στο Σκοπιανό

Ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύεται η λύση του Σκοπιανού από την κυβέρνηση θ' αποτελέσει στο μέλλον, βασικό παράδειγμα προς αποφυγή στα βιβλία πολιτικής ιστορίας της χώρας. Είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός - και κατά συνέπεια η κυβέρνηση - τελούν υπό καθεστώς πίεσης και έχουν υποσχεθεί να κάνουν τ' αδύνατα-δυνατά ώστε το θέμα να "λυθεί". Το πως θα γίνει αυτό δεν απασχολεί κανέναν από εκείνους που ασκούν τις πιέσεις. Τόσο οι ΗΠΑ (από την μία), όσο και η Κομισιόν (από την άλλη) θέλουν να προχωρήσουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., και η χρονίζουσα διαμάχη μεταξύ Ελλάδος - Σκοπίων αποτελεί μείζον ανάχωμα για την πραγματοποίησή τους.

Το πρόβλημα όμως είναι ένα: όταν ο ΣΥΡΙΖΑ φώναζε ότι "δεν μπορούν να περνούν τα μνημόνια από την Βουλή με απλή πλειοψηφία" είχε ένα δίκιο. Ακόμα όμως και αν ο λαός μπορεί να καταπιεί "μνημόνια" και να τα ξεχάσει, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο για ένα θέμα εθνικό όπως το Σκοπιανό. Και αν το ενδιαφέρον για την Κύπρο έχει ατονίσει και η ελληνική κοινή γνώμη ήταν οριακά αδιάφορη για οποιαδήποτε (προδοτική) λύση ετοιμαζόταν να υπογραφεί, μέχρι που μας έκαναν την χάρη οι Τούρκοι και τίναξαν τη διαπραγμάτευση στον αέρα, γιατί έχει πεισθεί (μετά από χρόνια προσπαθειών του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ ότι "η Κύπρος είναι μακρυά"), δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο και με το όνομα της γείτονας χώρας.

Δεν είναι τόσο τα τεράστια (σε όγκο) συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μελβούρνη, Νέα Υόρκη και Ουάσιγκτον που συγκλόνισαν τον πλανήτη στα 1992, τα οποία δεν μπορούν να ξεχαστούν. Δεν είναι ούτε (μόνο) η εξώφθαλμη καπηλεία της ελληνικής ιστορίας από ένα κράτος-μόρφωμα που δημιουργήθηκε από τον στρατάρχη Τίτο ώστε να δημιουργήσει στο μέλλον τις συνθήκες για να πάρει η Γιουγκοσλαβία αυτά που δεν μπόρεσε να πάρει στους Βαλκανικούς Πολέμους. Είναι το ότι οποιαδήποτε συμφωνία, θ' αλλάξει το status quo της χώρας μας για πάντα. Αυτό το έχει κατανοήσει ο μέσος Έλληνας και γι' αυτό παρά την προσπάθεια πολιτικών κομμάτων, ΜΜΕ και δημοσιογράφων, αντιδράει ακόμα και σ' εκείνες τις ονομασίες που θα μπορούσαν (υπό άλλες συνθήκες) να χαρακτηρισθούν ως "ανεκτές". Ο μέσος Έλληνας καταλαβαίνει ότι κανείς δε θ' αναφέρεται στους γείτονες μας ως "Νεό-Μακεδόνες", και η γλώσσα τους δε θα είναι τα "νέο-μακεδονικά". Το "νέο" θα φύγει και αυτομάτως - στα μάτια όλων εκείνων που δεν ξέρουν ιστορία - οι γείτονες μας θα έχουν δικαιώματα και στην ιστορία, και στην χρήση του όρου "μακεδονικός" και δεν αποκλείεται σε λίγα χρόνια να γίνει ευρέως αποδεκτό ότι τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας είναι "κατεχόμενα". Η ιστορία μας έχει διδάξει πολλά και είναι βλακώδες να τ' αγνοούμε, επειδή κάποιοι θεωρούν "ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή".

Το παράδοξο στην όλη ιστορία είναι τον κίνδυνο αυτόν τον αναγνωρίζουν όλοι (ακόμα και ο Τσίπρας!)- πλην ελαχίστων ηλιθίων που στην στραβομάρα του διεθνισμού τους δεν βλέπουν πέρα από την μύτη τους. Το εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι πλέον η ελληνική διπλωματία αναγνωρίζει ότι το όνομα είναι ίσως το μικρότερο από τα προβλήματα που υπάρχουν με τη γείτονα χώρα. Η ταυτότητα, η γλώσσα, ο αλυτρωτισμός, το εκκλησιαστικό (το οποίο είναι ιδιαίτερα σοβαρό) είναι θέματα που πρέπει να λυθούν ταυτόχρονα.


Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: Μπορεί η κυβέρνηση να προωθήσει μια λύση που όλα τα ζητήματα θα τεθούν στο τραπέζι και που θα υπάρχει μια λύση που θα είναι προς όφελος της χώρας; Μπορεί να διαχειριστεί σε επίπεδο κομμάτων αλλά και επικοινωνιακά κάτι που θα φαίνεται ως υποχώρηση στο θέμα του ονόματος αλλά θα είναι "νίκη" στους άλλους τομείς;

Η όλη στάση δείχνει το αντίθετο. Ερασιτεχνικοί χειρισμοί, μικροπολιτική διάθεση και ιδεοληπτική προσέγγιση, λες και πρόκειται για νομοσχέδιο για το τι προϊόντα θα πωλούνται στα μανάβικα και όχι για ένα μείζον εθνικό θέμα:

Καταρχήν η εμμονή για άμεση λύση είναι το λιγότερο επικίνδυνη. Η χώρα μας δεν έχει λόγο να βιάζεται: και στο ΝΑΤΟ είναι και στην Ε.Ε. Η δε λίστα των χωρών που έχουν αναγνωρίσει την γείτονα χώρα ως "Μακεδονία" δεν πρόκειται ν' αλλάξει δραματικά, αν δε λυθεί το υπάρχον πρόβλημα. Αυτοί που έχουν το πρόβλημα είναι οι γείτονες που θέλουν την κάλυψη του ΝΑΤΟ και το καθεστώς της "υπό ένταξη στην Ε.Ε. χώρας" - και τα θέλουν άμεσα για καθησυχάσουν τα εσωτερικά μέτωπα τους και τις διαλυτικές τάσεις που υπάρχουν. Ναι μεν η σταθερότητα στα Βαλκάνια είναι ζητούμενο, αλλά σίγουρα δε δικαιολογεί οποιαδήποτε κίνηση που θα επιτρέψει στους γείτονες να εισέλθουν σ' αυτούς τους οργανισμούς αφήνοντας τ' ανοιχτά μέτωπα να χρονίζουν. Θα επαναληφθεί δηλαδή το ίδιο λάθος που έκανε η χώρα μας κατά τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας: Για να μη χαλάσει το χατήρι των ΗΠΑ (που ήθελαν τον Τίτο ως "αγκάθι" στο Ανατολικό μπλοκ), δεν χρησιμοποίησε κανένα βέτο στους διεθνείς οργανισμούς, δεχόμενοι τις διαβεβαιώσεις των "συμμάτων" μας ότι "η Γιουγκοσλαβία δεν πρόκειται να διαλυθεί ποτέ". Και να που διαλύθηκε - και τρέχουμε ακόμα...Εδώ χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί, προσεκτική προετοιμασία και σίγουρη λύση που δε θα μπορεί ν' ανατραπεί εκ των προτέρων: διαβάζουμε για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση συζητάει αλλαγές στο Σύνταγμα των Σκοπίων. Αυτό είναι πραγματικά το λιγότερο - αν αλλάξει μία, μπορεί να ξαναλλάξει στο αρχικό την επομένη της εισόδου των Σκοπιανών στην Ε.Ε.

Κατά δεύτερον υπήρξε (και υπάρχει) έλλειψη διάθεσης επικοινωνίας με την αντιπολίτευση. Το θέμα είναι εθνικό. Και ως εθνικό η απόφαση δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά του Τσίπρα, του Κοτζιά και του Καρανίκα. Πρέπει οι πολιτικοί αρχηγοί να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να λάβουν απόφαση για μια ενιαία στάση, που θα τιμάει όμως τις διαθέσεις και τη θέληση του λαού. Ο Τσίπρας μπορεί να κοροϊδεύει τον κόσμο - σήμερα - λέγοντας ότι ήξερε για το 3ο μνημόνια όταν έγιναν οι εκλογές του 2015, αλλά δεν μπορεί να πει το ίδιο για το Σκοπιανό. Γι' αυτό και δεν μπορεί να λειτουργεί ιδεοληπτικά, στηριζόμενη στην (ανύπαρκτη ακόμα και για τα φοιτητικά δεδομένα) νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ. Και μπορεί να έκανε σωστά που ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (με σκοπό να περιορίσει το μέγεθος των συλλαλητηρίων που θα γίνουν), αλλά θεσμικά έπρεπε να προηγηθούν τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και οι πολιτικοί αρχηγοί. Δεν μπορεί από την μία να επιζητείται "συναίνεση" αλλά από την άλλη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (όσο χαμηλών δυνατοτήτων και να είναι) να μαθαίνει τις προτάσεις Νίμιτς από αλβανικές πηγές.

Κατά τρίτον η διαρροή ότι "οποιαδήποτε συμφωνία θα περάσει με πλειοψηφία προσώπων και όχι κομμάτων" είναι εξωφρενική. Εδώ δεν μιλάμε για νομοσχέδια ή για μνημόνια, που κάποια στιγμή θα τελειώσουν (είτε μόνα τους είτε με την χώρα ολόκληρη) ή θ' αλλάξουν, είναι ένα θέμα που θ' αφήσει στίγμα για δεκαετίες ή εκατονταετίες μετά. Δηλαδή αν περάσει η συμφωνία στην Βουλή με 151 βουλευτές θα προχωρήσει η εφαρμογή της, ακόμα και αν οι δημοσκοπήσεις (που δείχνουν τη θέληση του λαού ξεκάθαρα) είναι συντριπτικές εναντίον της;

Και τέλος κατά 4ον δεν μπορούμε να συρθούμε σε απευθείας διαπραγματεύσεις χωρίς οι συμμετέχοντες σε αυτά να είναι απόλυτοι γνώστες του ζητήματος. Πως θα μπορέσει π.χ. να συναντήσει ο Πρωθυπουργός τον Σκοπιανό ομόλογό του χωρίς να έχει πλήρη γνώση των διαστάσεων του προβλήματος; Η άγνοια δεν είναι έγκλημα (ειδικά όταν υπάρχει διάθεση ενημέρωσης) αλλά η προσφυγή σε διαπραγμάτευση εν μέσω άγνοιας είναι. Έτσι δεν είναι δυνατόν ο Αλέξης ν' αναγνωρίζει μπροστά στον Ιερώνυμο το ότι δε γνώριζε για την εκκλησιαστική διάσταση του προβλήματος ή άτομα που συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας ν' αγνοούν τον αλυτρωτισμό του Σκοπιανού Συντάγματος. Πως μπορεί ο κ. Κοτζιάς (που ομολογουμένως χειρίστηκε άψογα το Κυπριακό) να έχει "απευθείας επαφή" με τον Σκοπιανό ομολογό του όταν ο τελευταίος, εμμέσως πλην σαφώς αποκλείει αλλαγές σε οτιδήποτε αφορά ταυτότητα/γλώσσα/Σύνταγμα.

Επιβάλλεται επομένως σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όχι βιασύνη. Αυτό πρέπει να είναι το Νο1 στο μυαλό της κυβέρνησης και όχι οι υπερβολές και ο μηδενισμός της λαϊκής θέλησης: Δεν είναι δυνατόν να μαζεύονται εκατοντάδες χιλιάδες λαού στην Θεσσαλονίκη και ο κυβερνητικός τύπος να μιλάει για "εθνικιστικό παραλήρημα". Δεν είναι στραβός ο γυαλός -  η κυβέρνηση αρμενίζει στραβά. Ούτε επιδεικνύεται σοβαρότητα με την χρήση απειλών (από πλευράς Παπαδημούλη και Κοντονή) ότι "αν δε λυθεί τώρα το Σκοπιανό, όλοι θα τους λένε σε λιγο καιρό Μακεδόνες", λες και υπάρχουν χώρες που περιμένουν με το ημερολόγιο στο χέρι να φτάσει ο Ιούνιος του 2018 για ν' αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως "Μακεδονία".

Το Σκοπιανό ανακινείται κατά περιόδους - με πιο πρόσφατη εκείνη των μέσων του 2010. Δε λύθηκε μέχρι σήμερα όχι γιατί η χώρα μας δε συζητάει, αλλά γιατί οι Σκοπιανοί θέλουν όνομα που να τους αφήνει περιθώρια στο να νέμονται ιστορία και ταυτότητα και να μπορούν να λέγονται "Μακεδόνες" - σκέτο, χωρίς "Νόβα", "Σλάβο" ή οποιαδήποτε άλλο πρόθεμα μπροστά. Αυτό δεν έχει αλλάξει ούτε σήμερα (διαβάστε εδώ τις σχετικές δηλώσεις του υπουργού εξωτερικών της γείτονας χώρας), και δεν πρόκειται ν' αλλάξει ούτε στο μέλλον αν οι γείτονες δεν αντιληφθούν ότι είναι σε μειονεκτική θέση. Ναι μεν δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να κάνει εξωτερική πολιτική ο Άνθιμος αλλά δεν μπορεί (ισάξια) να κάνει ούτε ο Μπουτάρης, ούτε και η "Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ" του 1% των φοιτητικών εκλογών.

Επομένως, μήπως δεν πρέπει εμείς να κάνουμε γι' άλλη μια φορά υποχώρηση και ν' αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα με την απαιτούμενη σοβαρότητα - έτσι γι' αλλαγή; Εκτός και αν η κυβέρνηση λειτουργεί εκ του ασφαλούς - γνωρίζοντας ότι οι γείτονες θα κρατήσουν ουσιαστικά αδιάλλακτη στάση, σύρονται σε διαπραγματεύσεις που θ' αποτύχουν - καθ' όμοιο τρόπο με αυτές για το Κυπριακό, όπου τη λύση την έδωσαν τελευταία στιγμή οι Τούρκοι...

Είδομεν...

(Μια σύντομη περίληψη του Μακεδονικού προβλήματος μπορείτε να διαβάσετε εδώ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: