Στο δρόμο προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η ελληνική πολιτεία έδωσε γηρ και ύδωρ στις ομοσπονδίες αναλαμβάνοντας πλήρως τα έξοδα για την Ολυμπιακή προετοιμασία των ομοσπονδιών. Μεγάλα μήτινγκ, προετοιμασίες στο εξωτερικό, τουρνουά στην χώρα μας, ειδικό συμβουλευτικό προσωπικό και οι καλύτεροι προπονητές ήταν διαθέσιμα για όλους τους Έλληνες που είχαν ελπίδες για μια Ολυμπιακή διάκριση. Για να μην μιλήσουμε για την πρόσκληση προς τους καλύτερους Έλληνες (σε εισαγωγικά ή χωρίς) όλου του κόσμου για ενίσχυση της συμμετοχής στα περισσότερα αθλήματα του Ολυμπιακού προγράμματος.
Αυτό ήταν η κορύφωση για την χώρα μας. Δεκαέξι μετάλλια, δεκάδες θέσεις στην οκτάδα και - εδώ είναι το ζουμί - πάμπολλες ατυχίες και "αδικίες" από τους διαιτητές και τους κριτές, που ποτέ δεν χώνεψαν το πως μια μικρή χώρα, χωρίς μεγάλη αθλητική παράδοση σε πάρα πολλά αθλήματα θα μπορούσαν να καλύψει την απόσταση που την χώριζε από τις παραδοσιακές αθλητικές δυνάμεις (που ελέγχουν και τις περισσότερες αθλητικές ομοσπονδίες) σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτές όμως έμειναν απαρατήρητες για τους περισσότερους αφού η λάμψη των μεταλλίων κάλυψε τα υπόλοιπα.
Εξάλλου το μέγεθος της ελληνικής αποστολής, ήταν τέτοιο που επέτρεπε "ατυχίες" τέτοιου είδους.
Εξάλλου το μέγεθος της ελληνικής αποστολής, ήταν τέτοιο που επέτρεπε "ατυχίες" τέτοιου είδους.
Αυτό όμως άρχισε να φαίνεται το 2008, όπου η χώρα μας "ξεφούσκωσε". Οι περισσότεροι παγκοσμίου επιπέδου Έλληνες αθλητές είχαν αρχίσει ν' αποχωρούν - έχοντας δώσει τα πάντα στο δρόμο για το 2004 - ενώ από πίσω έρχονταν λίγοι συνεχιστές, πράγμα φυσιολογικό για μια χώρα μικρή, χωρίς αθλητικό πρόγραμμα ή έστω πρόγραμμα στήριξης για όσα παιδιά αποφασίζουν ν' αφοσιωθούν στον πρωταθλητισμό.
Στο Πεκίνο η χώρα μας έστειλε 156 αθλητές σε 23 αθλήματα. Μεγάλη σχετικά αποστολή, αλλά με τα κίνητρα μειωμένα, με μικρότερη υποστήριξη και χωρίς τη δυναμική της Αθήνας. Η πτώση (από 16 μετάλλια σε 4) ήταν μεγαλύτερη και δυσανάλογη των 156 αθλητών. Επίσης αυξήθηκε κατακόρυφα το αίσθημα αδικίας: "ατυχίες" στην τελική προσπάθεια, κακές βαθμολογήσεις, ελαφρύ "σπρώξιμο" των αντιπάλων ήταν μια συχνή δικαιολογία για τον τελικό απολογισμό. Το τελικό αποτέλεσμα - συνδυασμένο με τα κρούσματα ντόπινγκ - όμως έπρεπε να σήμανει ότι πλέον η αλλαγή πλεύσης ήταν επιβεβλημένη για να μπορέσει να στηριχθεί ο "υψηλός αθλητισμός" στην χώρα μας. Αυτό που έπρεπε να συμβεί ήταν η καλύτερη κατανομή των πόρων, η υποστήριξη των αθλητών μας σε εξωαγωνιστικό επίπεδο (κάτι επιβεβλημένο αφού πλέον δεν υπήρχε η πολυτέλεια για υπαναχωρήσεις και των μεγάλων αποστολών που θα επέτρεπε στους άλλους να βγάζουν το φίδι από την τρύπα), η σωστότερη προετοιμασία και η επικέντρωση στην καλύτερη επιλογή προπονητικών/υποστηρικτικών ομάδων.
Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβει. Οι ηγεσίες των περισσότερων ομοσπονδιών συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο - με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως την ιστιοπλοϊα, το τζούντο και την κωπηλασία). Στο Λονδίνο στείλαμε 105 αθλητές (σε 20 αγωνίσματα), χειρότερα προετοιμασμένους και με λιγότερες παραστάσεις. Ακόμα περισσότεροι αθλητές απέτυχαν να πιάσουν τις επιδόσεις τους, ακόμα περισσότεροι αθλητές παρουσιάστηκαν ως "αδικημένοι" και τέλος ακόμα περισσότεροι αθλητές έδειξαν ότι πλέον το παιχνίδι για το άθλημά τους είχε χαθεί. Ο τελικός απολογισμός ήταν δύο μετάλλια - κατακτημένα με κόπο και αίμα - μαζί με δύο 4ες, μία 5η και δύο 6ες θέσεις.
Μετά απ' αυτό και με την οικονομική κατάσταση στην χώρα μας να βρίσκεται σε τραγικό επίπεδο θα ήταν παράλογο να περιμένει κςανείς καλύτερες μέρες στο Ρίο.
Και όμως το "ελληνικό θαύμα" συντελέστηκε. Και όλα αυτά παρότι:
α) Η χώρα μας έστειλε στο Ρίο λιγότερους αθλητές με ελλιπή προετοιμασία και λιγότερη υποστήριξη - τόσο σε προπονητικό όσο και εξωαγωνιστικό επίπεδο.
β) Είχαμε για πρώτη φορά μεγάλο αριθμό Ελλήνων αθλητών (μη ομογενών) που προτίμησαν να εκπροσωπήσουν άλλες χώρες αντί της δικής μας - κάνοντας δηλαδή την αντίστροφη πορεία με αυτή που ακολουθούσαν πολλοί μέχρι το 2008.
γ) Οι "τουρίστες" δεν έλειψαν ούτε αυτή τη φορά (ιδιαιτέρως στ' αγωνίσματα του στίβου και της κολύμβησης), αλλά ήταν σαφώς λιγότεροι σε σχέση με το παρελθόν.
δ) Και πάλι υπήρχαν αθλητές που αδικήθηκαν (εντός και εκτός εισαγωγικών) από τους διαιτητές και τους κριτές - η γκρίνια δεν έλλειψε - όμως τουλάχιστον υπήρξε μια αξιοπρεπέστερη εικόνα και απόδοση ευθυνών.
Έτσι η γενικότερη αίσθηση είναι ότι η χώρα μας εκπροσωπήθηκε καλύτερα, βελτιώνοντας την εικόνα της ως γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Που οφείλεται αυτό;
Καταρχήν η Ε.Ο.Ε. ακολούθησε μια πιο σωστή διαχείρηση πόρων. Τα χορηγικά προγράμματα δούλεψαν καλύτερα και οι ομοσπονδίες - τουλάχιστον αυτές που έχουν το μυαλό μέσα στο κεφάλι τους - διαχειρίστηκαν καλύτερα τα λιγοστά πλέον χρήματα που είχαν.
Βέβαια το μέλλον παραμένει ζοφερό.
Η αθλητική βάση όλο και μικραίνει. Οι Έλληνες αθλητές που εντυπωσιάζουν σε μικρές κατηγορίες, εγκαταλείπουν τον αθλητισμό ταχύτερα από τους αντιπάλους τους στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Κίνητρα παραμονής στον υψηλό αθλητισμό δεν υπάρχουν, αφού η αναζήτηση του καθημερινού προέχει.
Δεν υπάρχουν προπονητήρια, ενώ οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (ως και π.χ. του Αγίου Κοσμά που αποτέλεσε τη βάση για την αθλητική προετοιμασία των αθλητών του στίβου για παραπάνω από μια δεκαετία) θ' αφήσει ένα τεράστιο κενό χώρων, επιτείνοντας το πρόβλημα.
Όσο χρηστή διαχείρηση πόρων και να υπάρξει, οι πόροι δεν επαρκούν για τη συνεχή συμμετοχή σε διεθνείς συναντήσεις. Οι ταλαντούχοι Έλληνες αθλητές χρειάζονται τη συμμετοχή σε μεγάλους αγώνες, ώστε να μπορέσουν ν' ανεβάσουν το επίπεδό τους συναγωνιζόμενοι αθλητές υψηλού επιπέδου, που θα τους επιτρέψει την καλύτερη διαχείρηση του άγχους μεγάλων αγώνων - που κατατρέχει τον ελληνικό αθλητισμό εδώ και δεκαετίες.
Η λύση βέβαια πρέπει να έρθει διαφορετικά και δεν αποτελεί κάτι το καινούργιο, αφού τα ίδια πράγματα λέγαμε και μετά τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012: Για να βγουν Γιαννιώτιδες και Πετρούνιες πρέπει να υπάρξει μαζικός αθλητισμός από μικρές ηλικίες, με σκοπό όχι τον πρωταθλητισμό αλλά τα μακροχρόνια οφέλη της άσκησης. Στη συνέχεια χρειάζεται προώθηση και προσοχή προς εκείνους που έχουν το ταλέντο να κάνουν πρωταθλητισμό.
Αυτά όμως απαιτούν σχεδιασμό, μακροχρόνιο πλάνο και όραμα δεκαετιών.
Ποιος έχει κάτι τέτοιο στην χώρα μας σήμερα;
Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβει. Οι ηγεσίες των περισσότερων ομοσπονδιών συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο - με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως την ιστιοπλοϊα, το τζούντο και την κωπηλασία). Στο Λονδίνο στείλαμε 105 αθλητές (σε 20 αγωνίσματα), χειρότερα προετοιμασμένους και με λιγότερες παραστάσεις. Ακόμα περισσότεροι αθλητές απέτυχαν να πιάσουν τις επιδόσεις τους, ακόμα περισσότεροι αθλητές παρουσιάστηκαν ως "αδικημένοι" και τέλος ακόμα περισσότεροι αθλητές έδειξαν ότι πλέον το παιχνίδι για το άθλημά τους είχε χαθεί. Ο τελικός απολογισμός ήταν δύο μετάλλια - κατακτημένα με κόπο και αίμα - μαζί με δύο 4ες, μία 5η και δύο 6ες θέσεις.
Μετά απ' αυτό και με την οικονομική κατάσταση στην χώρα μας να βρίσκεται σε τραγικό επίπεδο θα ήταν παράλογο να περιμένει κςανείς καλύτερες μέρες στο Ρίο.
Και όμως το "ελληνικό θαύμα" συντελέστηκε. Και όλα αυτά παρότι:
α) Η χώρα μας έστειλε στο Ρίο λιγότερους αθλητές με ελλιπή προετοιμασία και λιγότερη υποστήριξη - τόσο σε προπονητικό όσο και εξωαγωνιστικό επίπεδο.
β) Είχαμε για πρώτη φορά μεγάλο αριθμό Ελλήνων αθλητών (μη ομογενών) που προτίμησαν να εκπροσωπήσουν άλλες χώρες αντί της δικής μας - κάνοντας δηλαδή την αντίστροφη πορεία με αυτή που ακολουθούσαν πολλοί μέχρι το 2008.
γ) Οι "τουρίστες" δεν έλειψαν ούτε αυτή τη φορά (ιδιαιτέρως στ' αγωνίσματα του στίβου και της κολύμβησης), αλλά ήταν σαφώς λιγότεροι σε σχέση με το παρελθόν.
δ) Και πάλι υπήρχαν αθλητές που αδικήθηκαν (εντός και εκτός εισαγωγικών) από τους διαιτητές και τους κριτές - η γκρίνια δεν έλλειψε - όμως τουλάχιστον υπήρξε μια αξιοπρεπέστερη εικόνα και απόδοση ευθυνών.
Έτσι η γενικότερη αίσθηση είναι ότι η χώρα μας εκπροσωπήθηκε καλύτερα, βελτιώνοντας την εικόνα της ως γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Που οφείλεται αυτό;
Καταρχήν η Ε.Ο.Ε. ακολούθησε μια πιο σωστή διαχείρηση πόρων. Τα χορηγικά προγράμματα δούλεψαν καλύτερα και οι ομοσπονδίες - τουλάχιστον αυτές που έχουν το μυαλό μέσα στο κεφάλι τους - διαχειρίστηκαν καλύτερα τα λιγοστά πλέον χρήματα που είχαν.
Βέβαια το μέλλον παραμένει ζοφερό.
Η αθλητική βάση όλο και μικραίνει. Οι Έλληνες αθλητές που εντυπωσιάζουν σε μικρές κατηγορίες, εγκαταλείπουν τον αθλητισμό ταχύτερα από τους αντιπάλους τους στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Κίνητρα παραμονής στον υψηλό αθλητισμό δεν υπάρχουν, αφού η αναζήτηση του καθημερινού προέχει.
Δεν υπάρχουν προπονητήρια, ενώ οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις (ως και π.χ. του Αγίου Κοσμά που αποτέλεσε τη βάση για την αθλητική προετοιμασία των αθλητών του στίβου για παραπάνω από μια δεκαετία) θ' αφήσει ένα τεράστιο κενό χώρων, επιτείνοντας το πρόβλημα.
Όσο χρηστή διαχείρηση πόρων και να υπάρξει, οι πόροι δεν επαρκούν για τη συνεχή συμμετοχή σε διεθνείς συναντήσεις. Οι ταλαντούχοι Έλληνες αθλητές χρειάζονται τη συμμετοχή σε μεγάλους αγώνες, ώστε να μπορέσουν ν' ανεβάσουν το επίπεδό τους συναγωνιζόμενοι αθλητές υψηλού επιπέδου, που θα τους επιτρέψει την καλύτερη διαχείρηση του άγχους μεγάλων αγώνων - που κατατρέχει τον ελληνικό αθλητισμό εδώ και δεκαετίες.
Η λύση βέβαια πρέπει να έρθει διαφορετικά και δεν αποτελεί κάτι το καινούργιο, αφού τα ίδια πράγματα λέγαμε και μετά τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012: Για να βγουν Γιαννιώτιδες και Πετρούνιες πρέπει να υπάρξει μαζικός αθλητισμός από μικρές ηλικίες, με σκοπό όχι τον πρωταθλητισμό αλλά τα μακροχρόνια οφέλη της άσκησης. Στη συνέχεια χρειάζεται προώθηση και προσοχή προς εκείνους που έχουν το ταλέντο να κάνουν πρωταθλητισμό.
Αυτά όμως απαιτούν σχεδιασμό, μακροχρόνιο πλάνο και όραμα δεκαετιών.
Ποιος έχει κάτι τέτοιο στην χώρα μας σήμερα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου