Τις προηγούμενες μέρες το Πάντειο Πανεπιστήμιο διοργάνωσε μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα "Να σταματήσει αμέσως το γενικό «ξεπούλημα» της Ελλάδος από το ΤΑΙΠΕΔ" με διοργανωτή το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου. Η συζήτηση ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επικεντρώθηκε στο κατά πόσο υπάρχει συνταγματικό έρεισμα για τις πράξεις της κυβέρνησης όσο αφορά τις αποκρατικοποιήσεις και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ορισμένες από τις τοποθετήσεις τις παραθέτουμε παρακάτω - αξίζει να διαβαστούν:
Μαρία Καραμανώφ, σύμβουλος Επικρατείας
«Τα συνταγματικά όρια των ιδιωτικοποιήσεων»
Το κράτος υπάρχει χάριν της εκπληρώσεως των δημοσίων σκοπών. Αν δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τους σκοπούς του, δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως. Οι δημόσιοι σκοποί, αν δεν υποστηρίζονται από τους αναγκαίους υλικούς πόρους, καταντούν κενό γράμμα. Η διασφάλιση των δημοσίων πόρων αποτελεί τόσο την πραγματική εγγύηση όσο και το νομιμοποιητικό έρεισμα της υπάρξεως και λειτουργίας του κράτους. Είναι ο αρμόδιος διαχειριστής μιας κοινοκτημοσύνης που ανήκει σε όλες τις γενεές των Ελλήνων και πρέπει να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όχι μόνο σήμερα και αύριο, αλλά στο διηνεκές. Και το δημόσιο συμφέρον έχει πολλές πτυχές: την άμυνα, την ασφάλεια, τις συγκοινωνίες, την προστασία του περιβάλλοντος, την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, την ανάπτυξη κ.ο.κ.
Δεν είναι δυνατόν ένα δημόσιο ακίνητο, προορισμένο να εξυπηρετεί πάγιους και θεμελιώδεις σκοπούς, να θυσιάζεται για την κάλυψη μιας περιστασιακής ανάγκης, και μάλιστα οικονομικής. Δεν μπορούμε να μιλάμε για εκποίηση δημόσιων ακινήτων, παρά μόνο αφού γίνει κατηγοριοποίηση με βάση το δημόσιο σκοπό που εξυπηρετούν.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα, άρρηκτα συνδεδεμένα με την εθνική κυριαρχία και βιωσιμότητα (άμυνα, ασφάλεια, συγκοινωνιακές και ενεργειακές υποδομές, στοιχεία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος), τα οποία δεν είναι δεκτικά ιδιωτικοποιήσεως. Η δεύτερη περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα που εξυπηρετούν πάγιους δημόσιους σκοπούς που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών (κτήρια νοσοκομείων, σχολείων, δημοσίων υπηρεσιών, στρατόπεδα κ.ά.). Δεν αποκλείεται να εκποιηθούν, με τον όρο ότι θα αντικαθίστανται με άλλα αντίστοιχα, ώστε το κράτος να διαθέτει πάντα κατάλληλες υποδομές για την παροχή υπηρεσιών. Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται δημόσια ακίνητα που αποτελούν καθαρώς ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (δωρεές, κατασχέσεις) ή σχετίζονται με περιστασιακούς δημόσιους σκοπούς και είναι εκποιήσιμα.
Τα δημόσια ακίνητα, που μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ, στη συντριπτική τους πλειονότητα εξυπηρετούν ανάγκες θεμελιώδεις και πάγιες, πολύ σημαντικότερες από τις δημοσιονομικές. Το πρόβλημα του ΤΑΙΠΕΔ είναι η μονοδιάστατη και ισοπεδωτική αντίληψη. Ολα τα δημόσια ακίνητα αντιμετωπίζονται σαν να ανήκουν στην «ιδιωτική» περιουσία του Δημοσίου: μπαίνουν αδιακρίτως στο ίδιο τσουβάλι. Στόχος, η αναζήτηση, με πρωτοβουλία του επενδυτή, της «βασικής επενδυτικής ταυτότητας» του κάθε ακινήτου, με βάση την οποία διαμορφώνεται και η χρηματιστηριακή του αξία, το μόνο που ενδιαφέρει το νομοθέτη. Η αξία αυτή δεν πρόκειται να επιτευχθεί, όσο τα ακίνητα αυτά υπάγονται στους χωροταξικούς και πολεοδομικούς περιορισμούς που πηγάζουν από το άρθρ. 24 του Συντάγματος.
Ο νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να παρακάμψει την ισχύουσα νομοθεσία και να δώσει δυνατότητα θέσπισης ειδικού καθεστώτος για κάθε αξιοποιούμενο ακίνητο, κατά παρέκκλιση των πάγιων νομοθετικών διατάξεων. Κανείς δεν αρνείται ότι η πληρωμή του χρέους είναι ένα δημόσιο συμφέρον. Πλην όμως, τα μεγέθη που διακυβεύονται είναι απλώς οικονομικά και δεν μπορούν να συγκριθούν με την απώλεια του πολυτιμότερου αγαθού, που είναι η δημόσια κτήση.
Ακρίτας Καϊδατζής, λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
«Μαζική εκποίηση δημόσιας περιουσίας»
Τίποτε δεν τηρήθηκε στο ν. 3986/2011, με τον οποίο ιδρύθηκε το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο μεταβιβάζεται μαζικά το σύνολο της δεκτικής αξιοποίησης περιουσίας του Δημοσίου, προκειμένου να εκποιηθεί. Στις αποικιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις η Βουλή τον ψήφισε ως εκπρόσωπος -υποτίθεται- του δημοσίου συμφέροντος. Εκαναν ακριβώς ό,τι δεν έπρεπε ποτέ να κάνουν κρατικά όργανα υπεύθυνα απέναντι στο λαό. Ενήργησαν με τη λογική «δικά μας είναι κι ό,τι θέλουμε τα κάνουμε». Χωρίς τεκμηρίωση και αιτιολογία για την αναγκαιότητα κάθε ιδιωτικοποίησης, είναι προφανές ότι ο ν. 3986 είναι ένα πρόσχημα, ένα προσωπείο κατ' επίφασιν «νομιμότητας». Για τη μαζική μεταβίβαση δεν τηρήθηκε η αρχή της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Ούτε λαμβάνεται οποιαδήποτε μέριμνα για την επίτευξη εύλογου τιμήματος. Ανάλογα «με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς» επιτρέπεται το γενικό ξεπούλημα.
Για τη μαζική μεταβίβαση δεν διασφαλίζεται καν στοιχειώδης δημόσιος και δικαστικός έλεγχος. Η εξουσία για το τι και πώς θα μεταβιβασθεί έχει μετατεθεί στο Δ.Σ. μιας ανώνυμης εταιρείας, που καμία πολιτική και νομική ευθύνη δεν φέρει, πλην τού να λειτουργεί «σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας». Το χειρότερο είναι ότι τα έσοδα από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας διατίθενται αποκλειστικά για την εξόφληση του δημόσιου χρέους.
Η ιδιοκτησία του Δημοσίου είναι αρμοδιότητα. Το Δημόσιο δεν είναι φορέας του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας. «Ατομική» ιδιοκτησία είναι μόνον η ιδιωτική ιδιοκτησία. Εφ' όσον, επομένως, το Δημόσιο δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, δεν έχει ελευθερία χρήσης, κάρπωσης και διάθεσης της περιουσίας του. Το Δημόσιο δεν έχει ιδιωτική αυτονομία. Υπόκειται στις αρχές της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος. Ενας ιδιώτης μπορεί να κάνει οτιδήποτε με την περιουσία του, ενώ το Δημόσιο έχει μεν τυπικά εξουσία διαχείρισης, αλλά όχι ελευθερία διαχείρισης.
Τα κρατικά όργανα είναι απλοί διαχειριστές και όχι «ιδιοκτήτες». Η περιουσία του Δημοσίου σίγουρα δεν ανήκει στον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών και την κυβέρνηση ούτε στην εκάστοτε συγκυριακή, κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η περιουσία του Δημοσίου ανήκει στον ελληνικό λαό, δηλαδή είναι περιουσία εθνική. Κάθε μη επωφελής εκποίηση θεωρείται εξ ορισμού απαγορευμένη. Ακόμη και οι επωφελείς εκποιήσεις (όταν το τίμημα της μεταβίβασης δεν υπολείπεται της πραγματικής αξίας) θα πρέπει να αιτιολογούνται ως προς την αναγκαιότητά τους.
Αντώνης Μπρεδήμας, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
«Βασικά αγαθά στο σφυρί»
Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον περασμένο Απρίλιο, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ επισήμανε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, κεντρικό αίτημα της τρόικας, τον ανησυχούν, επειδή ανάμεσα στις εταιρείες που σκοπεύουν να ιδιωτικοποιήσουν βρίσκονται οι οργανισμοί που παρέχουν βασικά δημόσια αγαθά. Δεδομένης της εμπειρίας άλλων χωρών, η πιθανή αύξηση των τιμολογίων των παρεχομένων υπηρεσιών θα πλήξει βασικά δικαιώματα. Η εξαγορά τους από τοπικά συμφέροντα ή ξένους επενδυτές θα βλάψει την πλειονότητα του πληθυσμού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα που θα θιγούν από τις ιδιωτικοποιήσεις προσδιορίζονται στο Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που έχει επικυρώσει η Ελλάδα. Το δικαίωμα στο νερό «αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για επιβίωση».
Η διεθνής πρακτική δέχεται ότι οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Το κράτος οδηγείται στη λήψη μέτρων, προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα των πολιτών, μέτρα που συνιστούν κάποιας μορφής εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου για λόγους «δημοσίου σκοπού». Στις αποφάσεις του ICSID (αρμόδιο για εκδίκαση διαφορών εξ επενδύσεων) το Δικαστήριο εξετάζει την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία του κοινωνικού συμφέροντος ή των ξένων επενδυτών από αυθαίρετες απαλλοτριώσεις.
Εάν η ελληνική κυβέρνηση προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις εταιρειών παροχής υπηρεσιών νερού, θα πρέπει να προσδιορίσει εκ των προτέρων τις υποχρεώσεις των ξένων επενδυτών, τις τιμές, τις επενδύσεις, βελτίωση των δικτύων κ.ά. Διαφορετικά, η χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι φέρει την ευθύνη της απαλλοτρίωσης και να υποχρεωθεί δικαστικά στην πληρωμή μεγάλων αποζημιώσεων.
Μαρία Καραμανώφ, σύμβουλος Επικρατείας
«Τα συνταγματικά όρια των ιδιωτικοποιήσεων»
Το κράτος υπάρχει χάριν της εκπληρώσεως των δημοσίων σκοπών. Αν δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τους σκοπούς του, δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως. Οι δημόσιοι σκοποί, αν δεν υποστηρίζονται από τους αναγκαίους υλικούς πόρους, καταντούν κενό γράμμα. Η διασφάλιση των δημοσίων πόρων αποτελεί τόσο την πραγματική εγγύηση όσο και το νομιμοποιητικό έρεισμα της υπάρξεως και λειτουργίας του κράτους. Είναι ο αρμόδιος διαχειριστής μιας κοινοκτημοσύνης που ανήκει σε όλες τις γενεές των Ελλήνων και πρέπει να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όχι μόνο σήμερα και αύριο, αλλά στο διηνεκές. Και το δημόσιο συμφέρον έχει πολλές πτυχές: την άμυνα, την ασφάλεια, τις συγκοινωνίες, την προστασία του περιβάλλοντος, την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, την ανάπτυξη κ.ο.κ.
Δεν είναι δυνατόν ένα δημόσιο ακίνητο, προορισμένο να εξυπηρετεί πάγιους και θεμελιώδεις σκοπούς, να θυσιάζεται για την κάλυψη μιας περιστασιακής ανάγκης, και μάλιστα οικονομικής. Δεν μπορούμε να μιλάμε για εκποίηση δημόσιων ακινήτων, παρά μόνο αφού γίνει κατηγοριοποίηση με βάση το δημόσιο σκοπό που εξυπηρετούν.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα, άρρηκτα συνδεδεμένα με την εθνική κυριαρχία και βιωσιμότητα (άμυνα, ασφάλεια, συγκοινωνιακές και ενεργειακές υποδομές, στοιχεία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος), τα οποία δεν είναι δεκτικά ιδιωτικοποιήσεως. Η δεύτερη περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα που εξυπηρετούν πάγιους δημόσιους σκοπούς που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών (κτήρια νοσοκομείων, σχολείων, δημοσίων υπηρεσιών, στρατόπεδα κ.ά.). Δεν αποκλείεται να εκποιηθούν, με τον όρο ότι θα αντικαθίστανται με άλλα αντίστοιχα, ώστε το κράτος να διαθέτει πάντα κατάλληλες υποδομές για την παροχή υπηρεσιών. Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται δημόσια ακίνητα που αποτελούν καθαρώς ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (δωρεές, κατασχέσεις) ή σχετίζονται με περιστασιακούς δημόσιους σκοπούς και είναι εκποιήσιμα.
Τα δημόσια ακίνητα, που μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ, στη συντριπτική τους πλειονότητα εξυπηρετούν ανάγκες θεμελιώδεις και πάγιες, πολύ σημαντικότερες από τις δημοσιονομικές. Το πρόβλημα του ΤΑΙΠΕΔ είναι η μονοδιάστατη και ισοπεδωτική αντίληψη. Ολα τα δημόσια ακίνητα αντιμετωπίζονται σαν να ανήκουν στην «ιδιωτική» περιουσία του Δημοσίου: μπαίνουν αδιακρίτως στο ίδιο τσουβάλι. Στόχος, η αναζήτηση, με πρωτοβουλία του επενδυτή, της «βασικής επενδυτικής ταυτότητας» του κάθε ακινήτου, με βάση την οποία διαμορφώνεται και η χρηματιστηριακή του αξία, το μόνο που ενδιαφέρει το νομοθέτη. Η αξία αυτή δεν πρόκειται να επιτευχθεί, όσο τα ακίνητα αυτά υπάγονται στους χωροταξικούς και πολεοδομικούς περιορισμούς που πηγάζουν από το άρθρ. 24 του Συντάγματος.
Ο νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να παρακάμψει την ισχύουσα νομοθεσία και να δώσει δυνατότητα θέσπισης ειδικού καθεστώτος για κάθε αξιοποιούμενο ακίνητο, κατά παρέκκλιση των πάγιων νομοθετικών διατάξεων. Κανείς δεν αρνείται ότι η πληρωμή του χρέους είναι ένα δημόσιο συμφέρον. Πλην όμως, τα μεγέθη που διακυβεύονται είναι απλώς οικονομικά και δεν μπορούν να συγκριθούν με την απώλεια του πολυτιμότερου αγαθού, που είναι η δημόσια κτήση.
Ακρίτας Καϊδατζής, λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
«Μαζική εκποίηση δημόσιας περιουσίας»
Τίποτε δεν τηρήθηκε στο ν. 3986/2011, με τον οποίο ιδρύθηκε το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο μεταβιβάζεται μαζικά το σύνολο της δεκτικής αξιοποίησης περιουσίας του Δημοσίου, προκειμένου να εκποιηθεί. Στις αποικιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις η Βουλή τον ψήφισε ως εκπρόσωπος -υποτίθεται- του δημοσίου συμφέροντος. Εκαναν ακριβώς ό,τι δεν έπρεπε ποτέ να κάνουν κρατικά όργανα υπεύθυνα απέναντι στο λαό. Ενήργησαν με τη λογική «δικά μας είναι κι ό,τι θέλουμε τα κάνουμε». Χωρίς τεκμηρίωση και αιτιολογία για την αναγκαιότητα κάθε ιδιωτικοποίησης, είναι προφανές ότι ο ν. 3986 είναι ένα πρόσχημα, ένα προσωπείο κατ' επίφασιν «νομιμότητας». Για τη μαζική μεταβίβαση δεν τηρήθηκε η αρχή της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Ούτε λαμβάνεται οποιαδήποτε μέριμνα για την επίτευξη εύλογου τιμήματος. Ανάλογα «με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς» επιτρέπεται το γενικό ξεπούλημα.
Για τη μαζική μεταβίβαση δεν διασφαλίζεται καν στοιχειώδης δημόσιος και δικαστικός έλεγχος. Η εξουσία για το τι και πώς θα μεταβιβασθεί έχει μετατεθεί στο Δ.Σ. μιας ανώνυμης εταιρείας, που καμία πολιτική και νομική ευθύνη δεν φέρει, πλην τού να λειτουργεί «σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας». Το χειρότερο είναι ότι τα έσοδα από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας διατίθενται αποκλειστικά για την εξόφληση του δημόσιου χρέους.
Η ιδιοκτησία του Δημοσίου είναι αρμοδιότητα. Το Δημόσιο δεν είναι φορέας του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας. «Ατομική» ιδιοκτησία είναι μόνον η ιδιωτική ιδιοκτησία. Εφ' όσον, επομένως, το Δημόσιο δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, δεν έχει ελευθερία χρήσης, κάρπωσης και διάθεσης της περιουσίας του. Το Δημόσιο δεν έχει ιδιωτική αυτονομία. Υπόκειται στις αρχές της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος. Ενας ιδιώτης μπορεί να κάνει οτιδήποτε με την περιουσία του, ενώ το Δημόσιο έχει μεν τυπικά εξουσία διαχείρισης, αλλά όχι ελευθερία διαχείρισης.
Τα κρατικά όργανα είναι απλοί διαχειριστές και όχι «ιδιοκτήτες». Η περιουσία του Δημοσίου σίγουρα δεν ανήκει στον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών και την κυβέρνηση ούτε στην εκάστοτε συγκυριακή, κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η περιουσία του Δημοσίου ανήκει στον ελληνικό λαό, δηλαδή είναι περιουσία εθνική. Κάθε μη επωφελής εκποίηση θεωρείται εξ ορισμού απαγορευμένη. Ακόμη και οι επωφελείς εκποιήσεις (όταν το τίμημα της μεταβίβασης δεν υπολείπεται της πραγματικής αξίας) θα πρέπει να αιτιολογούνται ως προς την αναγκαιότητά τους.
Αντώνης Μπρεδήμας, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
«Βασικά αγαθά στο σφυρί»
Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον περασμένο Απρίλιο, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ επισήμανε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, κεντρικό αίτημα της τρόικας, τον ανησυχούν, επειδή ανάμεσα στις εταιρείες που σκοπεύουν να ιδιωτικοποιήσουν βρίσκονται οι οργανισμοί που παρέχουν βασικά δημόσια αγαθά. Δεδομένης της εμπειρίας άλλων χωρών, η πιθανή αύξηση των τιμολογίων των παρεχομένων υπηρεσιών θα πλήξει βασικά δικαιώματα. Η εξαγορά τους από τοπικά συμφέροντα ή ξένους επενδυτές θα βλάψει την πλειονότητα του πληθυσμού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα που θα θιγούν από τις ιδιωτικοποιήσεις προσδιορίζονται στο Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που έχει επικυρώσει η Ελλάδα. Το δικαίωμα στο νερό «αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για επιβίωση».
Η διεθνής πρακτική δέχεται ότι οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Το κράτος οδηγείται στη λήψη μέτρων, προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα των πολιτών, μέτρα που συνιστούν κάποιας μορφής εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου για λόγους «δημοσίου σκοπού». Στις αποφάσεις του ICSID (αρμόδιο για εκδίκαση διαφορών εξ επενδύσεων) το Δικαστήριο εξετάζει την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία του κοινωνικού συμφέροντος ή των ξένων επενδυτών από αυθαίρετες απαλλοτριώσεις.
Εάν η ελληνική κυβέρνηση προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις εταιρειών παροχής υπηρεσιών νερού, θα πρέπει να προσδιορίσει εκ των προτέρων τις υποχρεώσεις των ξένων επενδυτών, τις τιμές, τις επενδύσεις, βελτίωση των δικτύων κ.ά. Διαφορετικά, η χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι φέρει την ευθύνη της απαλλοτρίωσης και να υποχρεωθεί δικαστικά στην πληρωμή μεγάλων αποζημιώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου